λωΐτερος: Difference between revisions

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
(5)
(3)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λωΐτερος:''' βλ. το επόμ.
|lsmtext='''λωΐτερος:''' βλ. το επόμ.
}}
{{elru
|elrutext='''λωΐτερος:''' Hom. compar. к [[λωΐων]].
}}
}}

Revision as of 23:40, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

λωΐτερος: ἴδε τὰ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

poét. c. λωΐων.

Greek Monotonic

λωΐτερος: βλ. το επόμ.

Russian (Dvoretsky)

λωΐτερος: Hom. compar. к λωΐων.