μαρύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(5)
(3)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾱρύομαι:''' Δωρ. αντί [[μηρύομαι]].
|lsmtext='''μᾱρύομαι:''' Δωρ. αντί [[μηρύομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾱρύομαι:''' дор. = [[μηρύομαι]].
}}
}}

Revision as of 00:00, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

μᾱρύομαι: Δωρ. ἀντὶ μηρύομαι.

Greek Monolingual

μαρύομαι (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μηρύομαι.

Greek Monotonic

μᾱρύομαι: Δωρ. αντί μηρύομαι.

Russian (Dvoretsky)

μᾱρύομαι: дор. = μηρύομαι.