νεκροφόνος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(5)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεκροφόνος:''' ὁ (*[[φένω]]), αυτός που φονεύει τους νεκρούς, σε Ανθ.
|lsmtext='''νεκροφόνος:''' ὁ (*[[φένω]]), αυτός που φονεύει τους νεκρούς, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεκροφόνος:''' (вторично) убивающий мертвецов (sc. [[τυμβωρύχος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 00:24, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

νεκροφόνος: ὁ, ὁ φονεύων τοὺς νεκρούς, δηλ. τυμβωρύχος, Γρηγ. Ναζ. IV, 112Α (Ἀνθ. Π. 8. 184).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des morts.
Étymologie: νεκρός, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

νεκροφόνος, ὁ (Α)
αυτός που κακοποιεί τους νεκρούς, τυμβωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -φόνος (< φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο-φόνος.

Greek Monotonic

νεκροφόνος: ὁ (*φένω), αυτός που φονεύει τους νεκρούς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νεκροφόνος: (вторично) убивающий мертвецов (sc. τυμβωρύχος Anth.).