ὁπότε: Difference between revisions

1,438 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁπότε:''' Επικ. [[ὁππότε]], Ιων. [[ὁκότε]], Δωρ. ὁππόκᾰ· επίρρ. χρόνου, συσχετικό προς το [[πότε]], [[σχεδόν]] όπως το [[ὅτε]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> με οριστ., όταν, όποτε, Λατ. [[quando]], σε Όμηρ.· εἰς [[ὁπότε]], με μέλ., [[πότε]], σε ποια χρονική [[στιγμή]], λέγειν εἰςὁπότ' [[ἔσται]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> με ευκτ. σε [[σχέση]] με το [[παρελθόν]], [[οποτεδήποτε]], λέγεται για να εκφράσει ένα [[γεγονός]] που έχει συμβεί πολλές φορές, [[ὁπότε]] [[Κρήτηθεν]] ἵκοιτο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, σε πλάγιο λόγο σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> σε πλάγιες φράσεις, προτάσεις, [[ἴδμεν]], [[ὁππότε]] [[Τηλέμαχος]] [[νεῖται]], [[πότε]] πρόκειται να επιστρέψει, σε Ομήρ. Οδ.· με ευκτ., [[δέγμενος]] [[ὁππότε]] ναυσὶν ἐφορμηθεῖεν, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Β.</b> με αιτιολογική [[σημασία]], γι' αυτό, [[επειδή]], [[καθώς]], όπως το Λατ. [[quando]] αντί [[quoniam]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, [[ὁπότε]] γε, Λατ. [[quandoquidem]], σε Σοφ., Ξεν.
|lsmtext='''ὁπότε:''' Επικ. [[ὁππότε]], Ιων. [[ὁκότε]], Δωρ. ὁππόκᾰ· επίρρ. χρόνου, συσχετικό προς το [[πότε]], [[σχεδόν]] όπως το [[ὅτε]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> με οριστ., όταν, όποτε, Λατ. [[quando]], σε Όμηρ.· εἰς [[ὁπότε]], με μέλ., [[πότε]], σε ποια χρονική [[στιγμή]], λέγειν εἰςὁπότ' [[ἔσται]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> με ευκτ. σε [[σχέση]] με το [[παρελθόν]], [[οποτεδήποτε]], λέγεται για να εκφράσει ένα [[γεγονός]] που έχει συμβεί πολλές φορές, [[ὁπότε]] [[Κρήτηθεν]] ἵκοιτο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, σε πλάγιο λόγο σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> σε πλάγιες φράσεις, προτάσεις, [[ἴδμεν]], [[ὁππότε]] [[Τηλέμαχος]] [[νεῖται]], [[πότε]] πρόκειται να επιστρέψει, σε Ομήρ. Οδ.· με ευκτ., [[δέγμενος]] [[ὁππότε]] ναυσὶν ἐφορμηθεῖεν, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Β.</b> με αιτιολογική [[σημασία]], γι' αυτό, [[επειδή]], [[καθώς]], όπως το Λατ. [[quando]] αντί [[quoniam]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, [[ὁπότε]] γε, Λατ. [[quandoquidem]], σε Σοφ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁπότε:''' эп. преимущ. [[ὁππότε]], ион. [[ὁκότε]], дор. ὁππόκᾰ conj.<br /><b class="num">1)</b> (тогда), когда: ἦ ῥά τι [[ἴδμεν]], ὁ. [[νεῖται]]; Hom. известно ли нам, когда (Телемах) вернется?; θυμὸς ἄχνυται, ὁ. τις μνήσῃ Hom. душа болит, когда кто-л. напомнит (об Одиссее); ὁ. ἔχοιεν τὰ [[ἄκρα]] Xen. (они условились зажечь костры), когда займут высоты;<br /><b class="num">2)</b> (всегда), когда, когда бы ни, всякий раз как (ὁ. ἔλθοις πρεσβεύων Xen.): ὁ. ἀναγκασθείη Plat. всякий раз как его принуждали;<br /><b class="num">3)</b> так как, поскольку: ὁ. ἐνταῦθά ἐσμεν τοῦ λόγου, [[τόδε]] ἀποκρινώμεθα Plat. раз мы дошли в своем рассуждении до этого, дадим ответ на следующее;<br /><b class="num">4)</b> иногда, временами: ἦν δὲ καὶ ὁ. Xen. иногда бывало и так (что);<br /><b class="num">5)</b> когда бы, если бы: ὁ. ἐντύχοιμι Παλαμήδει Plat. если бы я встретился с Паламедом.
}}
}}