Anonymous

ὁπότε: Difference between revisions

From LSJ
1,551 bytes added ,  31 December 2018
5
(29)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὁπότε]], επικ. τ. [[ὁππότε]], ιων. τ. [[ὁκότε]], δωρ. ποιητ. τ. [[ὁππόκα]], [[κυρηναϊκός]] τ. ὁπόκα)<br />(επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια [[στιγμή]], όταν («[[ὁπότε]] μιν ξυνδῆσαι 'Ολύμπιοι [[ἤθελον]] ἄλλοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στην [[περίπτωση]] αυτή, και [[τότε]] («θα [[δεις]] πώς [[είναι]] τα πράγματα, [[οπότε]] αποφασίζεις»)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[φορά]] που, [[οσάκις]]<br /><b>αρχ.</b><br />(Ι) ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. με ενεστ. οριοτ. ή με υποτ. σε παρομοιώσεις (α. «ὡς δ' [[ὁπότε]]... ποταμὸς [[πεδίονδε]] κάτεισι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὡς [[ὁπότε]] νέφεα [[Ζέφυρος]] στυφελίξῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> με υποτ., όπως το [[ὁπόταν]], σε [[σχέση]] με το [[παρόν]] ή το [[μέλλον]] [[κατά]] [[παράλειψη]] του <i>ἂν</i> («ὁππότ' [[ἔρις]] καὶ νεῑκος ἐν ἀθανάτοισι ὄρηται», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> με ευκτ. σε [[σχέση]] με το [[παρελθόν]] προκειμένου να δηλώσει αόριστη [[επανάληψη]] στο [[παρελθόν]] («[[ὁπότε]] Κρήτηθεν ἵκοιτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> με ρ. που δηλώνουν [[αναμονή]] («ἷζε... [[δέγμενος]] [[ὁππότε]] ναῡφιν ἀφορμηθεῑεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε πλάγ. ερωτ. με ορστ.) [[πότε]] («ἦ ῥά τι [[ἴδμεν]] [[ὁππότε]] [[Τηλέμαχος]] νεῑται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />(II) ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (αιτιολογική) [[επειδή]] βέβαια, [[αφού]], [[διότι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς [[ὁπότε]]» — όταν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[ὁπότε]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφορικής αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> και το ερωτ. επίρρ. [[πότε]] / [[κότε]] / [[πόκα]] (<b>πρβλ.</b> [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>). Για την [[εναλλαγή]] τών -<i>π</i>- και -<i>κ</i>- στην αττ. και ιων. διάλ. αντίστοιχα <b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-].
|mltxt=(Α [[ὁπότε]], επικ. τ. [[ὁππότε]], ιων. τ. [[ὁκότε]], δωρ. ποιητ. τ. [[ὁππόκα]], [[κυρηναϊκός]] τ. ὁπόκα)<br />(επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια [[στιγμή]], όταν («[[ὁπότε]] μιν ξυνδῆσαι 'Ολύμπιοι [[ἤθελον]] ἄλλοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στην [[περίπτωση]] αυτή, και [[τότε]] («θα [[δεις]] πώς [[είναι]] τα πράγματα, [[οπότε]] αποφασίζεις»)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[φορά]] που, [[οσάκις]]<br /><b>αρχ.</b><br />(Ι) ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. με ενεστ. οριοτ. ή με υποτ. σε παρομοιώσεις (α. «ὡς δ' [[ὁπότε]]... ποταμὸς [[πεδίονδε]] κάτεισι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὡς [[ὁπότε]] νέφεα [[Ζέφυρος]] στυφελίξῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> με υποτ., όπως το [[ὁπόταν]], σε [[σχέση]] με το [[παρόν]] ή το [[μέλλον]] [[κατά]] [[παράλειψη]] του <i>ἂν</i> («ὁππότ' [[ἔρις]] καὶ νεῑκος ἐν ἀθανάτοισι ὄρηται», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> με ευκτ. σε [[σχέση]] με το [[παρελθόν]] προκειμένου να δηλώσει αόριστη [[επανάληψη]] στο [[παρελθόν]] («[[ὁπότε]] Κρήτηθεν ἵκοιτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> με ρ. που δηλώνουν [[αναμονή]] («ἷζε... [[δέγμενος]] [[ὁππότε]] ναῡφιν ἀφορμηθεῑεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε πλάγ. ερωτ. με ορστ.) [[πότε]] («ἦ ῥά τι [[ἴδμεν]] [[ὁππότε]] [[Τηλέμαχος]] νεῑται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />(II) ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (αιτιολογική) [[επειδή]] βέβαια, [[αφού]], [[διότι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς [[ὁπότε]]» — όταν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[ὁπότε]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφορικής αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> και το ερωτ. επίρρ. [[πότε]] / [[κότε]] / [[πόκα]] (<b>πρβλ.</b> [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>). Για την [[εναλλαγή]] τών -<i>π</i>- και -<i>κ</i>- στην αττ. και ιων. διάλ. αντίστοιχα <b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁπότε:''' Επικ. [[ὁππότε]], Ιων. [[ὁκότε]], Δωρ. ὁππόκᾰ· επίρρ. χρόνου, συσχετικό προς το [[πότε]], [[σχεδόν]] όπως το [[ὅτε]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> με οριστ., όταν, όποτε, Λατ. [[quando]], σε Όμηρ.· εἰς [[ὁπότε]], με μέλ., [[πότε]], σε ποια χρονική [[στιγμή]], λέγειν εἰςὁπότ' [[ἔσται]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> με ευκτ. σε [[σχέση]] με το [[παρελθόν]], [[οποτεδήποτε]], λέγεται για να εκφράσει ένα [[γεγονός]] που έχει συμβεί πολλές φορές, [[ὁπότε]] [[Κρήτηθεν]] ἵκοιτο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, σε πλάγιο λόγο σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> σε πλάγιες φράσεις, προτάσεις, [[ἴδμεν]], [[ὁππότε]] [[Τηλέμαχος]] [[νεῖται]], [[πότε]] πρόκειται να επιστρέψει, σε Ομήρ. Οδ.· με ευκτ., [[δέγμενος]] [[ὁππότε]] ναυσὶν ἐφορμηθεῖεν, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Β.</b> με αιτιολογική [[σημασία]], γι' αυτό, [[επειδή]], [[καθώς]], όπως το Λατ. [[quando]] αντί [[quoniam]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, [[ὁπότε]] γε, Λατ. [[quandoquidem]], σε Σοφ., Ξεν.
}}
}}