ὀφλεῖν: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(5)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀφλεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του [[ὀφλισκάνω]].
|lsmtext='''ὀφλεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του [[ὀφλισκάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀφλεῖν:''' inf. aor. 2 к [[ὀφλισκάνω]].
}}
}}

Revision as of 01:15, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 426] aor. zu ὀφλισκάνω, das praes. ὀφλέω ist zw.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφλεῖν: «ὀφείλειν ἐκ καταδίκης» Ἡσύχ., ἴδε ἐν λέξει ὀφλισκάνω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de ὀφλισκάνω.

Greek Monotonic

ὀφλεῖν: απαρ. αορ. βʹ του ὀφλισκάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὀφλεῖν: inf. aor. 2 к ὀφλισκάνω.