οὑτοσί: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὑτοσί:''' αὑτη-ΐ, τουτ-ί κ.λπ.· η [[οὗτος]] επιτετ. με το δεικτικό [[επίθημα]] -ὶ [ῑ], αυτός εδώ ο άντρας, Λατ. [[hic]]-ce, σε Αριστοφ., Αττ. [[πεζογραφία]]· [[μετά]] από [[φωνήεν]], ο [[φθόγγος]] <i>γ</i> [[συχνά]] εντίθεται στη [[λέξη]], <i>αὑτηγί</i> αντί <i>αὑτηΐ γε</i>, <i>ταυταγί</i> αντί <i>ταυταί γε</i> κ.λπ., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''οὑτοσί:''' αὑτη-ΐ, τουτ-ί κ.λπ.· η [[οὗτος]] επιτετ. με το δεικτικό [[επίθημα]] -ὶ [ῑ], αυτός εδώ ο άντρας, Λατ. [[hic]]-ce, σε Αριστοφ., Αττ. [[πεζογραφία]]· [[μετά]] από [[φωνήεν]], ο [[φθόγγος]] <i>γ</i> [[συχνά]] εντίθεται στη [[λέξη]], <i>αὑτηγί</i> αντί <i>αὑτηΐ γε</i>, <i>ταυταγί</i> αντί <i>ταυταί γε</i> κ.λπ., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὑτοσί:''' (ν), αὑτη-ΐ(ν), τουτ-ί(ν), gen. τουτου-ΐ, τουτησί, [[τουτουΐ]] (дифтонги перед ι кратки; [[αὑτηΐ]] = [[αὑτηΐ]] γε, [[τουτογί]] = [[τουτί]] γε и т. д.) (intens. к [[οὗτος]]) именно вот этот, тот самый Arph., Plat. etc.
}}
}}