Anonymous

οὑτοσί: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=αυτηί, [[τουτί]] (Α [[οὑτοσί]], αὑτηί, [[τουτί]])<br />(νεοελλ. μόνο το αρσ.) ([[εκτεταμένος]] [[τύπος]] της δεικτ. αντων. [[οὗτος]], <i>αὕτη</i>, <i>τοῡτο</i> με το δεικτ. -<i>ί</i>, για δακτυλοδεικτούμενο πρόσ. ή [[πράγμα]]) αυτός εδώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ούτος]]].
|mltxt=αυτηί, [[τουτί]] (Α [[οὑτοσί]], αὑτηί, [[τουτί]])<br />(νεοελλ. μόνο το αρσ.) ([[εκτεταμένος]] [[τύπος]] της δεικτ. αντων. [[οὗτος]], <i>αὕτη</i>, <i>τοῡτο</i> με το δεικτ. -<i>ί</i>, για δακτυλοδεικτούμενο πρόσ. ή [[πράγμα]]) αυτός εδώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ούτος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὑτοσί:''' αὑτη-ΐ, τουτ-ί κ.λπ.· η [[οὗτος]] επιτετ. με το δεικτικό [[επίθημα]] -ὶ [ῑ], αυτός εδώ ο άντρας, Λατ. [[hic]]-ce, σε Αριστοφ., Αττ. [[πεζογραφία]]· [[μετά]] από [[φωνήεν]], ο [[φθόγγος]] <i>γ</i> [[συχνά]] εντίθεται στη [[λέξη]], <i>αὑτηγί</i> αντί <i>αὑτηΐ γε</i>, <i>ταυταγί</i> αντί <i>ταυταί γε</i> κ.λπ., σε Αριστοφ.
}}
}}