παραρίπτω: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμή → customary price of artaba
(6_20) |
(3b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραρίπτω''': παράρυθμος, παράρῡμα, ἴδε παράρρ-. | |lstext='''παραρίπτω''': παράρυθμος, παράρῡμα, ἴδε παράρρ-. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραρίπτω:''' Anth. = [[παραρρίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. παραρρίπτω. πάραρμα, v. παραίρημα. πάρᾱρος, ον, v. παρήορος 111. παράρους, v. παράρροος.
Greek (Liddell-Scott)
παραρίπτω: παράρυθμος, παράρῡμα, ἴδε παράρρ-.
Russian (Dvoretsky)
παραρίπτω: Anth. = παραρρίπτω.