πεποίθομεν: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
(5)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεποίθομεν:''' Επικ. αντί <i>πεποίθωμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. παρακ. του [[πείθω]].
|lsmtext='''πεποίθομεν:''' Επικ. αντί <i>πεποίθωμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. παρακ. του [[πείθω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεποίθομεν:''' эп. (= πεποίθωμεν) 1 л. pl. pf. 2 conjct. к [[πείθω]].
}}
}}

Revision as of 01:52, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

πεποίθομεν: Ἐπικ. ἀντὶ πεποίθωμεν, Ὀδ. Κ. 335.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. pf. épq. de πείθω.

Greek Monotonic

πεποίθομεν: Επικ. αντί πεποίθωμεν, αʹ πληθ. υποτ. παρακ. του πείθω.

Russian (Dvoretsky)

πεποίθομεν: эп. (= πεποίθωμεν) 1 л. pl. pf. 2 conjct. к πείθω.