σχέμεν: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(6)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχέμεν:''' σχέμεναι, Επικ. αντί [[σχεῖν]], απαρ. αορ. βʹ του [[ἔχω]].
|lsmtext='''σχέμεν:''' σχέμεναι, Επικ. αντί [[σχεῖν]], απαρ. αορ. βʹ του [[ἔχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σχέμεν:''' эп. = [[σχεῖν]].
}}
}}

Revision as of 04:44, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

σχέμεν: σχέμεναι, ἴδε ἐν λεξ. ἔχω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de ἔχω.

English (Autenrieth)

see ἔχω.

Greek Monotonic

σχέμεν: σχέμεναι, Επικ. αντί σχεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

σχέμεν: эп. = σχεῖν.