3,273,773
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τοιοῦτος:''' -αύτη, -οῦτο (Ιων. <i>-ον</i>), επιτετ. [[τύπος]] του [[τοῖος]], δεικτικό του [[οἷος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· του [[ὅσος]], σε Ομήρ. Ιλ.·<br /><b class="num">1.</b> απόλ. με επιτακτική [[έννοια]], τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[ευγενής]], τόσο [[κακός]] κ.λπ., στο ίδ., Αττ.· [[τοιοῦτος]] ὤν, τόσο [[άθλιος]], τόσο [[ελεεινός]], σε Σοφ.· με γεν., [[τοιοῦτος]] Ἀχαιῶν, [[τέτοιος]] άντρας [[μεταξύ]] των Αχαιών, προς τον καθένα ξεχωριστά, σε Ξεν. κ.λπ.· επιτετ., [[τοιοῦτος]] [[ἕτερος]], [[άλλος]] [[τέτοιος]], σε Ηρόδ.· <i>ἄλλους τοσούτους</i>, στον ίδ.· με το [[άρθρο]], <i>οἱ τοιοῦτοι</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> η [[έννοια]] γίνεται [[ακόμα]] πιο αόριστη στο τοιοῦτός τις ή τις [[τοιοῦτος]], [[ένας]] [[τέτοιος]], σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.· τοιαῦτ' [[ἄττα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τοιοῦτον</i> ή <i>τὸ τοιοῦτον</i>, τέτοια [[ενέργεια]], σε Θουκ.· <i>διὰ τὸ τοιοῦτον</i>, γι' αυτή την [[αιτία]], στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> στην [[αφήγηση]], το <i>τοιαῦτα</i> [[κυρίως]] αναφέρεται στα προηγούμενα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· όταν προηγείται [[ερώτηση]], το <i>τοιαῦτα</i> βεβαιώνει όπως το [[ταῦτα]], ακριβώς έτσι, [[βεβαίως]] έτσι, σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τοιαῦτα</i> απόλ., <i>τὰ πλοῖα</i>, <i>τὰ τοιαῦτα</i>, πλοία και τα άλλα παρόμοια, σε Δημ.<br /><b class="num">6.</b> <i>τοιαῦτα</i>, ως επίρρ., κατ' αυτόν τον τρόπο, σε Σοφ. | |lsmtext='''τοιοῦτος:''' -αύτη, -οῦτο (Ιων. <i>-ον</i>), επιτετ. [[τύπος]] του [[τοῖος]], δεικτικό του [[οἷος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· του [[ὅσος]], σε Ομήρ. Ιλ.·<br /><b class="num">1.</b> απόλ. με επιτακτική [[έννοια]], τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[ευγενής]], τόσο [[κακός]] κ.λπ., στο ίδ., Αττ.· [[τοιοῦτος]] ὤν, τόσο [[άθλιος]], τόσο [[ελεεινός]], σε Σοφ.· με γεν., [[τοιοῦτος]] Ἀχαιῶν, [[τέτοιος]] άντρας [[μεταξύ]] των Αχαιών, προς τον καθένα ξεχωριστά, σε Ξεν. κ.λπ.· επιτετ., [[τοιοῦτος]] [[ἕτερος]], [[άλλος]] [[τέτοιος]], σε Ηρόδ.· <i>ἄλλους τοσούτους</i>, στον ίδ.· με το [[άρθρο]], <i>οἱ τοιοῦτοι</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> η [[έννοια]] γίνεται [[ακόμα]] πιο αόριστη στο τοιοῦτός τις ή τις [[τοιοῦτος]], [[ένας]] [[τέτοιος]], σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.· τοιαῦτ' [[ἄττα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τοιοῦτον</i> ή <i>τὸ τοιοῦτον</i>, τέτοια [[ενέργεια]], σε Θουκ.· <i>διὰ τὸ τοιοῦτον</i>, γι' αυτή την [[αιτία]], στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> στην [[αφήγηση]], το <i>τοιαῦτα</i> [[κυρίως]] αναφέρεται στα προηγούμενα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· όταν προηγείται [[ερώτηση]], το <i>τοιαῦτα</i> βεβαιώνει όπως το [[ταῦτα]], ακριβώς έτσι, [[βεβαίως]] έτσι, σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τοιαῦτα</i> απόλ., <i>τὰ πλοῖα</i>, <i>τὰ τοιαῦτα</i>, πλοία και τα άλλα παρόμοια, σε Δημ.<br /><b class="num">6.</b> <i>τοιαῦτα</i>, ως επίρρ., κατ' αυτόν τον τρόπο, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τοιοῦτος:''' [[τοιαύτη]], [[τοιοῦτο]](ν) (gen. pl. для всех родов τοιούτων) такой вот, такой именно: τοιοῦτον [[οὐδέν]] Dem. ничего такого; οὐ γὰρ τ. [[ὥστε]] θρηνητοῦ [[τυχεῖν]] Aesch. не таков-то он, чтобы тронуться слезами; οὗ γὰρ τοιούτων [[δεῖ]], τ. εἰμ᾽ [[ἐγώ]] Soph. если нужен кто-нибудь из таких, то таков именно я; ἐν τῷ τοιούτῳ и ἐν τοῖς τοιούτοις Thuc., Xen. в (при) таких-то обстоятельствах; πρῶτοι τοῦ τοιούτου ὑπάρξαντες Thuc. инициаторы этого; τ. τις Pind., Xen. приблизительно такой; [[ἕτερα]] [[τοιαῦτα]] Her. другое в том же роде, т. е. то же самое; [[ταῦτα]] καὶ [[τοιαῦτα]] [[πολλά]] Xen. такое и многое тому подобное; [[κἀγὼ]] τ. εἰμι Aesch. я сам того же мнения; ἦ που χρυσὸν ἠράσθε [[λαβεῖν]]; - Τοιαῦτα Eur. не потому-ли, что он хотел завладеть золотом? - Вот именно. | |||
}} | }} |