|
|
Line 18: |
Line 18: |
| {{bailly | | {{bailly |
| |btext=<b>1</b> être étendu ensemble;<br /><b>2</b> être formé, composé de, ἔκ τινος ; <i>fig.</i> ὑπὸ ποιητῶν ISOCR être combiné <i>ou</i> imaginé par les poètes;<br /><b>3</b> être convenu, arrêté ; • <i>impers.</i> συνέκειτο [[σφι]] avec l’inf. HDT il avait été convenu entre eux de ; [[καθάπερ]] ξυνέκειτο THC selon ce qui avait été convenu ; συγκειμένη [[ἡμέρα]] HDT jour convenu ; κατὰ τὰ συγκείμενα HDT, [[ἐκ]] [[τῶν]] ξυγκειμένων THC selon <i>ou</i> d’après ce qui était convenu ; παρὰ τὰ συγκείμενα LUC contrairement à ce qui est convenu ; <i>part. abs.</i> • συγκειμένου [[σφι]] avec l’inf. HDT puisqu’il avait été convenu avec eux que.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κεῖμαι]]. | | |btext=<b>1</b> être étendu ensemble;<br /><b>2</b> être formé, composé de, ἔκ τινος ; <i>fig.</i> ὑπὸ ποιητῶν ISOCR être combiné <i>ou</i> imaginé par les poètes;<br /><b>3</b> être convenu, arrêté ; • <i>impers.</i> συνέκειτο [[σφι]] avec l’inf. HDT il avait été convenu entre eux de ; [[καθάπερ]] ξυνέκειτο THC selon ce qui avait été convenu ; συγκειμένη [[ἡμέρα]] HDT jour convenu ; κατὰ τὰ συγκείμενα HDT, [[ἐκ]] [[τῶν]] ξυγκειμένων THC selon <i>ou</i> d’après ce qui était convenu ; παρὰ τὰ συγκείμενα LUC contrairement à ce qui est convenu ; <i>part. abs.</i> • συγκειμένου [[σφι]] avec l’inf. HDT puisqu’il avait été convenu avec eux que.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κεῖμαι]]. |
| }}
| |
| {{grml
| |
| |mltxt=ΝΜΑ [[κεῑμαι]]<br />[[είμαι]] [[σύνθετος]] από [[πολλά]] μέρη, συναποτελούμαι, [[συνίσταμαι]] (α. «το [[συμβούλιο]] σύγκειται από [[πέντε]] [[μέλη]]» β. «[[μέλος]] ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῡ», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «[[δέον]] συγκεῑσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συγκείμενο [[στίγμα]]»<br /><b>ναυτ.</b> το [[σημείο]] στο οποίο [[πρέπει]] να συναντηθούν τα πλοία ενός στόλου τα οποία διαχωρίστηκαν λόγω ανωτέρας βίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />έχω συμφωνηθεί από δύο μέρη, από δύο μερίδες (α. «ὑστέρησαν ἡμερη μιῇ τῆς συγκειμένης», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «κατὰ τα συγκείμενα» — [[κατά]] τους όρους της συμφωνίας, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κείμαι]] [[μαζί]], βρίσκομαι [[μαζί]] με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]] ή [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «[[καρπὸς]] δ' ἐστὶ τὸ συγκείμενον [[σπέρμα]] [[μετὰ]] τοῡ περικαρπίου», Θεόφρ.<br />β. «νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾱ κατὰ [[σχῆμα]] συγκείμενος» — [[νεκρός]] του οποίου τα οστά βρίσκονται στην οικεία [[θέση]] το καθένα, <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανήκω]] σε..., υπάγομαι σε... («σύγκειται πολιτείας», πάπ.)<br /><b>3.</b> (για γραπτό λόγο) [[είμαι]] συντεθειμένος, έχω δημιουργηθεί (α. «[[κτῆμα]] ἐς ἀεὶ... ξύγκειται [ὁ [[λόγος]]]», <b>Θουκ.</b><br />β. «συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμενοι...», Ισοκρ.<br />γ. «[[οὔπω]] σύγκειται [[τέχνη]] περὶ αὐτῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> έχω επινοηθεί («[[πάντα]] αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται», Λυσ.)<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> α) [[αποτελώ]] [[άθροισμα]] («oἱ κύλινδροι ἐξ ὧν σύγκειται τὸ ἐγγραφέν [[σχήμα]]», Αρχιμ.)<br />β) [[αποτελώ]] [[αναλογία]] η οποία περιέχει δύο άλλες<br /><b>6.</b> (για οδηγίες) έχω παραδοθεί για [[μεταφορά]]<br /><b>7.</b> (ως απροσ.) <i>σύγκειται</i><br />[[είναι]] συμφωνημένο<br /><b>8.</b> (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) <i>τὸ συγκείμενον</i><br />(στη λογ. του Αριστοτ-.) το σύνθετο<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «εἰς ἕν συγκείμενος» — [[σύνθετος]] σε ένα [[σώμα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «ἡ συγκειμένη [[οὐσία]]»<br />(στη λογ. του <b>Αριστοτ.</b>) η σύνθετη από ύλη [[ουσία]] η οποία έλαβε [[μορφή]].
| |
| }} | | }} |
| {{grml | | {{grml |