σύγκειμαι

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκειμαι Medium diacritics: σύγκειμαι Low diacritics: σύγκειμαι Capitals: ΣΥΓΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: sýnkeimai Transliteration B: synkeimai Transliteration C: sygkeimai Beta Code: su/gkeimai

English (LSJ)

Pass.,
A lie together, τρεῖς ὁμοῦ σ. S.Aj.1309, cf. Thphr. HP1.2.1; νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾶ κατὰ σχῆμα συγκείμενος having only the bones lying together in their places, Luc.Philops.31.
II as Pass. of συντίθημι, to be composed or compounded, σύγκειται τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων Pl.Phd. 98c; ἐκ στοιχείων Id.Tht.201e, cf. X.Cyn. 5.29; τὴν φύσιν ἡμῶν ἔκ τε τοῦ σώματος συγκεῖσθαι καὶ τῆς ψυχῆς Isoc.15.180; χορὸς ἐξ ἀνθρώπων σ. X.Oec.8.3; μέλος ἐκ τριῶν σ., λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῦ Pl.R. 398d, cf. Phd.92a; δέον συγκεῖσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος Arist.Pol.1266a1; of quack-doctors, οἱ ἐξ [ἀδοξίης] συγκείμενοι Hp.Lex1; ἐξ ὀνομάτων σ. ἄνθρωπος Aeschin.3.229; ἐξ ἀσελγείας καὶ ὠμότητος ἔχων συγκειμένην τὴν ψυχήν Plu.Sull.13; c. gen. only, ἅρμα ἵππων σ. τεττάρων Philostr. Im.1.17; εἰς ἓν σ. compounded into one body, Pl.Phlb. 29d: in later Gr. c. gen., belong to, πολιτείας PMasp.20.15 (vi A.D.).
2 of written compositions, to be composed, κτῆμα ἐς αἰεὶ.. ξύγκειται [ὁ λόγος] Th.1.22, cf. Pl.Hp.Ma.286a; ποίημα σ. Id.Ly.221d; λόγοι πρὸς Δημοσθένην αὐτῷ συγκείμενοι Aeschin.2.47; συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμεναι misfortunes composed or invented by poets, Isoc.4.168; οὔπω σ. τέχνη περὶ αὐτῶν no art of Rhetoric has yet been put together, Arist. Rh.1403b35, cf. 1402a17; ὁ μῦθος σ. ἐκ θαυμασίων Id.Metaph.982b19; also λόγος λαμπρὸς καὶ συγκείμενος Suid. s.v. Μεθόδιος; of persons, τὴν γλῶτταν ξ. Philostr.VA4.36.
3 to be contrived, concocted, τῇδε σ. δόλος E.Rh.215; πιστότερον ἢ ἀληθέστερον σ. Antipho 3.3.4; πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται Lys.3.26; τὰ ὑπὸ τῶν τριάκοντα πλασθέντα... συγκείμενα ἐπὶ τῇ τῶν πολιτῶν βλάβῃ concocted, Id.12.48.
4 τὴν οὐσίαν τὴν συγκειμένην composed of matter and form, Arist.Metaph.1054b5; τὸ σ. complex, ib.1051b4, 1076b18, cf. σύνθετος 1.2.
5 Math., to be the sum of.., ὁ κῶνος, ἐξ ἴσων συγκείμενος κύκλων Democr.155; οἱ κύλινδροι ἐξ ὧν σύγκειται τὸ ἐγγραφὲν σχῆμα Archim.Con.Sph.21, cf. Sph.Cyl.1.11, etc.; ὁσάκις σύγκειται ἁ ΓΔ γραμμὰ ἐν τᾷ ΑΔ as many times as the straight line ΓΔ is contained in ΑΔ, Id.Spir.1; also, to be a ratio compounded of two others, Euc.6.23, Apollon.Perg.Con.1.11, etc.
III to be agreed on by two parties, σημεῖον ὃ ξυνέκειτο Th.4.111; ταῦτα ἡμῖν οὕτω συγκείσθω Pl.Lg.822c; also τὰς σπονδὰς οὐδετέρας ἔφη καλῶς ξυγκεῖσθαι Th.8.43: freq. in part., agreed on, arranged, ἡμέραι αἱ συγκείμεναι Hdt.3.157; ὑστέρησαν ἡμέρῃ μιῇ τῆς σ. Id.6.89; φλογὸς σημεῖα τὰ ξ. Ar.Ec.6; ὁ σ. [χρόνος] the time agreed upon, Hdt.4.152; σ. χωρίον Id.8.128, cf. 5.50; κατὰ τὰ σ. according to the terms of the agreement, Id.3.158, etc.; κατὰ τὰ σ. πρός τινα according to what had been agreed on with him, Id.6.14, cf. Arist.Pol.1308a1; ἐκ τῶν ξ. Th.5.25; παρὰ τὰ σ. Luc.JTr.37; ἀπὸ ξ. λόγου Th.8.94.
2 impers. σύγκειται, it has been or is agreed on, τῆς ὥρης ἐς τὴν συνέκειτό σφι ἀπαλλάσσεσθαι Hdt.9.52: abs., καθάπερ ξυνέκειτο Th.4.23; ὥσπερ σ. X.HG5.1.10, cf. Pl.Cra. 433e, etc.; καθάπερ ἦν ξυγκείμενον Ar.Ec.61; συγκειμένου σφι, c. inf., although they had agreed to.., Hdt.5.62.

German (Pape)

[Seite 967] (s. κεῖμαι), mit, zusammen od. bei einander liegen, Soph. Ai. 1288; übh. perf. pass. zu συντίθημι, zusammengesetzt sein, χορὸς ἐξ ἀνθρώπων συγκείμενός ἐστιν, Xen. Oec. 8, 3; σύγκειταί μοι τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων, Plat. Phaed. 98 c; Theaet. 201 e u. öfter; συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμεναι, von Dichtern zusammengesetzte, erdichtete Begebenheiten, Isocr. 4, 168; πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται, Lys. 3, 26; ὥσπερ ποίημα μακρὸν συγκείμενον, Plat. Lys. 221 d; λόγοι συγκείμενοι ὑπὸ τοῦ σοφιστοῦ, Aesch. 1, 125; bes. verabredet sein, ξυγκείμενα σημεῖα, Ar. Eccl. 6; καθάπερ ἦν ξυγκείμενον, wie es verabredet war, 61; σύγκειται αὐτοῖς, es besteht unter ihnen die Verabredung, sie sind übereingekommen, c. int., Her. 9, 52; τὸ συγκείμενον, die Übereinkunft, 5, 62; τὰ συγκείμενα, Xen. An. 7, 2, 7; κατὰ τὰ συγκείμενα, nach der Verabredung, Her. 3, 58; Thuc. 3, 70; Xen. An. 6, 2, 7 u. sonst; αἱ συγκείμεναι ἡμέραι, Her. 3, 157; τὸ συγκείμενον, der verabredete Ort, Xen. An. 6, 3, 4; Thuc. 4, 23; πιστότερον σύγκειται, Antiph. 3 γ 4; τὰ ἐπὶ τῇ βλάβῃ συγκείμενα, Lys. 12, 48; καὶ ταῦτα ἡμῖν οὕτω ξυγκείσθω, so soll es ausgemacht sein, Plat. Legg. VII, 827 c; Sp., wie τὰ πρὸς αὐτὸν συγκείμενα αὐτοῖς, Pol. 5, 4, 10; παρὰ τὰ συγκείμενα, Luc. Iov. Trag. 37.

French (Bailly abrégé)

1 être étendu ensemble;
2 être formé, composé de, ἔκ τινος ; fig. ὑπὸ ποιητῶν ISOCR être combiné ou imaginé par les poètes;
3 être convenu, arrêté ; • impers. συνέκειτο σφι avec l'inf. HDT il avait été convenu entre eux de ; καθάπερ ξυνέκειτο THC selon ce qui avait été convenu ; συγκειμένη ἡμέρα HDT jour convenu ; κατὰ τὰ συγκείμενα HDT, ἐκ τῶν ξυγκειμένων THC selon ou d'après ce qui était convenu ; παρὰ τὰ συγκείμενα LUC contrairement à ce qui est convenu ; part. abs. • συγκειμένου σφι avec l'inf. HDT puisqu'il avait été convenu avec eux que.
Étymologie: σύν, κεῖμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγ-κειμαι, Att. ook ξύγκειμαι samen liggen, bij elkaar liggen. samengesteld zijn samengesteld zijn (uit), tot een geheel gevormd zijn (uit), met ἐκ + gen.: σύγκειται τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων het lichaam is samengesteld uit botten en pezen Plat. Phaed. 98c; εἴρηται ὡς δέον σύγκεισθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος er is gezegd dat de beste staatsvorm moet bestaan uit een combinatie van democratie en oligarchie Aristot. Pol. 1266a1; εἰς ἓν συγκείμενα samen gevormd tot één geheel Plat. Phlb. 29d. van geschreven werken gemaakt zijn, geconstrueerd zijn, opgesteld zijn, geschreven zijn:; κτῆμα ἐς αἰεὶ ξύγκειται het is geschreven als een bezit voor altijd Thuc. 1.22.4; συμφοραὶ ὑπὸ τῶν ποιητῶν συγκείμεναι akelige gebeurtenissen die door de dichters in elkaar gezet zijn Isocr. 4.168; uitbr. uitgedacht zijn, beraamd zijn, gesmeed zijn. wisk. de som zijn van, met ἐκ + gen. afgesproken zijn, overeengekomen zijn:; ταῦτα ἡμῖν οὕτω συγκείσθω; moet dat zo door ons overeengekomen zijn? (d.w.z. zullen we dat zo afspreken?) Plat. Lg. 822c; τὰς σπονδὰς οὐδετέρας ἔφη καλῶς ξυγκεῖσθαι hij zei dat geen van beide overeengekomen verdragen rechtvaardig was Thuc. 8.43.3; onpers..; ὥσπερ ξύγκειται zoals afgesproken is Plat. Crat. 433e; καθάπερ ξυνέκειτο zoals afgesproken was Thuc. 4.23.1 = καθάπερ ἦν ξυγκείμενον Aristoph. Eccl. 61; ὥρη ἐς τὴν συνέκειτό σφι ἀπαλλάσσεσθαι het uur waarop door hen afgesproken was om weg te gaan Hdt. 9.52; in gen. abs..; συγκειμένου σφι met inf. aangezien er door hen overeengekomen was om … Hdt. 5.62.3; vaak ptc. συγκείμενος afgesproken, overeengekomen:; ἀπὸ ξυγκειμένου λόγου volgens een afgesproken plan Thuc. 8.94.2; subst. plur..; τὰ συγκείμενα wat afgesproken of overeengekomen is, afspraak, overeenkomst: κατὰ τὰ συγκείμενα volgens de afspraak = ἐκ τῶν ξυγκειμένων Thuc. 5.25.2; παρὰ τὰ συγκείμενα tegen de afspraak Luc. 21.37; met πρός + acc. met iem.; subst. n.. τὸ συγκείμενον het afgesprokene, bijv. (afh. van context) de afgesproken plaats: ἦλθον ἐς τὸ συγκείμενον ze kwamen naar de afgesproken plaats Hdt. 5.50.1.

Russian (Dvoretsky)

σύγκειμαι:
1 лежать вместе или рядом Soph.: κατὰ σχῆμα συγκείμενος Luc. лежащий (расположенный) в порядке;
2 (как pass. к συντίθημι) слагаться, составляться, состоять (ἐκ στοιχείων Plat.; ἐκ πολλῶν μερῶν Arst.): ἐκ τριῶν συγκείμενος Plat. состоящий из трех элементов; εἰς ἓν συγκείμενος Plat. сложенный в одно (целое), т. е. единый, связный; ἡ οὐσία συγκειμένη Arst. сложная (досл. составная) субстанция;
3 сочиняться, создаваться (λόγος συγκείμενος περί τινος Plat.): κτῆμα ἐς ἀεὶ ξύγκειται Thuc. (эта) вещь создана на вечные времена, т. е. в назидание всем грядущим поколениям; ὑπὸ ποιητῶν συγκείμενα Isocr. творения поэтов;
4 задумывать, измышлять; затевать (πάντα αὐτῷ ταῦτα σύγκειται καὶ μεμηχάνηται Lys.): τὰ συγκείμενα ἐπὶ τῇ βλάβῃ τινός Lys. измышления в ущерб кому-л.; τῇδε σύγκειται δόλος Eur. вот задуманная (мною) хитрость;
5 полагаться в качестве (быть предметом) условия, обуславливаться: διαλιπὼν τὰς συγκειμένας ἡμέρας Her. спустя условленное количество дней; σημεῖα τὰ ξυγκείμενα Arph. условленные сигналы; ταῦτα ἡμῖν οὕτω ξυγκείσθω Plat. это пусть будет нашим условием; ὥσπερ συνέκειτο Xen. как было обусловлено; κατὰ τὰ συγκείμενα Her. и ἐκ τῶν ξυγκειμένων Thuc. согласно условиям (договора).

Greek (Liddell-Scott)

σύγκειμαι: Παθ., κεῖμαι ὁμοῦ, τρεῖς ὁμοῦ ξ. Σοφ. Αἴ. 1309 μετά τινος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 1· νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾶ κατὰ σχῆμα συγκείμενος, οὗ τὰ ὀστᾶ κεῖνται ὁμοῦ εἰς τὴν οἰκείαν θέσιν ἕκαστον, Λουκ. Φιλοψ. 31. ΙΙ. ὡς παθ. τοῦ συντίθημι, ἔχω συντεθῆ, συναποτελοῦμαι, εἶμαι συντεθειμένος, σύγκειται τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων Πλάτ. Φαίδων 98C· ἐκ στοιχείων ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 201A, πρβλ. Ξεν. Κυν. 5. 29 τὴν φύσιν ἡμῶν ἔκ τε τοῦ σώματος συγκεῖσθαι καὶ τῆς ψυχῆς Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 193· χορὸς ἐξ ἀνθρώπων ξ. Ξεν. Οἰκ. 8. 3· μέλος ἐκ τριῶν σ., λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῦ Πλάτ. Πολ. 398D, πρβλ. Φαίδωνα 92A· πολιτεία σ. ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 18· ἐπὶ ἀπατεώων ἰατρῶν, ἐξ ἀδοξίας συγκείμενος Ἱππ. Νόμ. σ. 2· ἐξ ὀνομάτων σ. ἄνθρωπος Αἰσχίν. 86. 27· σ. τὴν ψυχὴν ἐξ ἀσελγείας καὶ ὠμότητος Πλουτ. Σύλλ. 13· ― μετὰ μόνης γεν., ἅρμα ἵππων σ. τεττάρων Φιλόστρ. 788· εἰς ἕν σ., συντεθειμένος, σύνθετος εἰς ἓν σῶμα, Πλάτ. Φίληβ. 29D. 2) ἐπὶ γραπτοῦ λόγου, κτῆμα ἐς ἀεί... ξύγκειται [ὁ λόγος] Θουκ. 1. 22, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286A· σ. ποίημα ὁ αὐτ. ἐν Λύσει 221D λόγος πρὸς Δημοσθένην αὐτῷ συγκείμενος Αἰσχίν. 34. 18· συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμεναι, συμφοραὶ συντεθειμέναι ἢ ἐπινοηθεῖσαι ὑπὸ ποιητῶν, Ἰσοκρ. 76A· οὕπω σ. τέχνη περὶ αὐτῶν, δὲν ἔχει ἀκόμη ὁρισθῆ (ἢ κανονισθῆ) ῥητορικὴ τέχνη, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1. 5, πρβλ. 2. 24, 11· ὁ μῦθος σ. ἐκ θαυμασίων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 10· ― ὡσαύτως, λόγος λαμπρὸς καὶ συγκείμενος, συντεθειμένος ἁπλῶς, τεχνικός, ὡς τὸ Λατ. compositus, Σουΐδ., ἐν λ. Μεθόδιος· καὶ ἐπὶ προσώπων, τὴν γλῶτταν σ. Φιλόστρ. 176. 3) ἔχω ἐπινοηθῆ, παρασκευασθῆ, τῇδε σ. δόλος Εὐρ. Ρῆσ. 215· πιστότερον ἢ ἀληθέστερον σ. Ἀντιφῶν 122. 41· πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται Λυσί. 98. 34 τὰ ὑπὸ τῶν τριάκοντα πλασθέντα..., συγκείμενα ἐπὶ τῇ τῶν πολιτῶν βλάβῃ, παρασκευασθέντα, ὁ αὐτ. 124. 33. 4) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστοτ., τὸ συγκείμενον = τὸ σύνθετον (ἴδε σύνθετος Ι. 2), Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 10, 1 κἑξ., πρβλ. 9. 3, 4. ΙΙΙ. συμφωνοῦμαι ὑπὸ τῶν δύο μερῶν, σημεῖον ὃ ξυνέκειτο Θουκ. 4. 111· ταῦτα ἡμῖν οὕτω ξυγκείσθω Πλάτ. Νόμ. 822C· ὡσαύτως, σπονδαὶ οὐ καλῶς ξύγκεινται Θουκ. 8. 43· ― συχν. ἐν τῇ μετοχ., ὁ συμπεφωνημένος, ἀπὸ κοινοῦ προσδιωρισμένος, αἱ συγκείμεναι ἡμέραι Ἡρόδ. 3. 157· ἡμέρῃ μιῇ τῆς σ., μίαν ἡμέραν μετὰ τὴν συμπεφωνημένην, ὁ αὐτ. 6. 89· φλογὸς σημεῖα τὰ ξ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 6· ὁ σ. χρόνος, ὁ συμπεφωνημένος χρόνος, Ἡρόδ. 4. 152· τὸ σ. χωρίον ὁ αὐτ. 8. 128, πρβλ. 5. 50· κατὰ τὰ σ., συμφώνως πρὸς τοὺς ὅρους τῆς συμφωνίας, ὁ αὐτ. 3. 158, κτλ.· κατὰ τὰ σ. πρός τινα, κατὰ τὰ συμπεφωνημένα πρὸς αὐτόν, ὁ αὐτ. 6. 14· πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 4· ἐκ τῶν ξ. Θουκ. 5. 25· παρὰ τὰ σ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 37· ἀπὸ ξ. λόγου Θουκ. 8. 94. 2) ἀπροσ. σύγκειται, ἔχει σημφωνηθῆ ἢ εἶναι συμπεφωνημένον, τῆς ὥρης ἐς τὴν συνεκέετό σφι ἀπαλλάσσεσθαι Ἡρόδ. 9. 52˙ ἀπολ., καθάπερ ξυνέκειτο Θουκ. 4. 23· ὥσπερ σ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 10, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 433E· καθάπερ ἦν ξυγκείμενον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 61· οὕτω, συγκειμένου σφι, μετ’ ἀπαρεμφ., ἀφ’ οὗ εἶχον συμφωνήσῃ, μείνῃ σύμφωνοι..., Ἡρόδ. 5. 62. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 511-512.

Greek Monolingual

ΝΜΑ κεῖμαι
είμαι σύνθετος από πολλά μέρη, συναποτελούμαι, συνίσταμαι (α. «το συμβούλιο σύγκειται από πέντε μέλη» β. «μέλος ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῦ», Πλάτ.
γ. «δέον συγκεῖσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «συγκείμενο στίγμα»
ναυτ. το σημείο στο οποίο πρέπει να συναντηθούν τα πλοία ενός στόλου τα οποία διαχωρίστηκαν λόγω ανωτέρας βίας
μσν.-αρχ.
έχω συμφωνηθεί από δύο μέρη, από δύο μερίδες (α. «ὑστέρησαν ἡμερη μιῇ τῆς συγκειμένης», Ηρόδ.
β. «κατὰ τα συγκείμενα» — κατά τους όρους της συμφωνίας, Ηρόδ.)
αρχ.
1. κείμαι μαζί, βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο ή κοντά σε κάποιον ή σε κάτι άλλο (α. «καρπὸς δ' ἐστὶ τὸ συγκείμενον σπέρμα μετὰ τοῦ περικαρπίου», Θεόφρ.
β. «νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾱ κατὰ σχῆμα συγκείμενος» — νεκρός του οποίου τα οστά βρίσκονται στην οικεία θέση το καθένα, Λουκιαν.)
2. ανήκω σε..., υπάγομαι σε... («σύγκειται πολιτείας», πάπ.)
3. (για γραπτό λόγο) είμαι συντεθειμένος, έχω δημιουργηθεί (α. «κτῆμα ἐς ἀεὶ... ξύγκειται [ὁ λόγος]», Θουκ.
β. «συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμενοι...», Ισοκρ.
γ. «οὔπω σύγκειται τέχνη περὶ αὐτῶν», Αριστοτ.)
4. έχω επινοηθεί («πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται», Λυσ.)
5. μαθημ. α) αποτελώ άθροισμα («oἱ κύλινδροι ἐξ ὧν σύγκειται τὸ ἐγγραφέν σχήμα», Αρχιμ.)
β) αποτελώ αναλογία η οποία περιέχει δύο άλλες
6. (για οδηγίες) έχω παραδοθεί για μεταφορά
7. (ως απροσ.) σύγκειται
είναι συμφωνημένο
8. (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) τὸ συγκείμενον
(στη λογ. του Αριστοτ-.) το σύνθετο
9. φρ. α) «εἰς ἕν συγκείμενος» — σύνθετος σε ένα σώμα (Πλάτ.)
β) «ἡ συγκειμένη οὐσία»
(στη λογ. του Αριστοτ.) η σύνθετη από ύλη ουσία η οποία έλαβε μορφή.

Greek Monotonic

σύγκειμαι:I. Παθ., βρίσκομαι, κείμαι από κοινού με, σε Σοφ.
II. 1. ως Παθ. του συντίθημι, είμαι συντεθειμένος, συναποτελούμαι, απαρτίζομαι από, ἔκ τινων, λέγεται για συγκεκριμένα μέρη, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. λέγεται για έργα του γραπτού λόγου, είμαι συντεθειμένος, έχω συγγραφεί, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
3. έχω επινοηθεί, παρασκευαστεί, σε Ευρ. κ.λπ.
III. 1. συμφωνούμαι από δύο πλευρές, δύο αντίπαλα μέρη, σε Θουκ.· μτχ., αυτός που έχει συμφωνηθεί, διευθετηθεί, αἱ συγκείμεναι ἡμέραι, σε Ηρόδ.· κατὰ τὰ συγκείμενα, σύμφωνα με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί, στον ίδ.· ἐκ τῶν ξυγκειμένων, σε Θουκ.
2. απρόσ., σύγκειται, έχει συμφωνηθεί ή είναι συμπεφωνημένο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, συγκειμένου σφι, με απαρ., αφότου είχαν συμφωνήσει να..., σε Ηρόδ.

Middle Liddell

I. Pass. to lie together, Soph.
II. as Pass. of συντίθημι, to be composed or compounded, ἔκ τινων of certain parts, Plat., etc.
2. of written works, to be composed, Thuc., Plat., etc.
3. to be contrived, concocted, Eur., etc.
III. to be agreed on by two parties, Thuc.: in part. agreed on, arranged, αἱ συγκείμεναι ἡμέραι Hdt.; κατὰ τὰ συγκείμενα according to the terms agreed on, Hdt.; ἐκ τῶν ξυγκειμένων Thuc.
2. impers. σύγκειται, it has been or is agreed on, Hdt., Thuc., etc.; so, συγκειμένου σφι, c. inf., since they had agreed to . ., Hdt.

Chinese

原文音譯:sunan£keimai 尋-安那-咳買
詞類次數:動詞(9)
原文字根:同-上-臥
字義溯源:一同側躺,一同坐席,同坐席,同席;(昔時坐席,乃是側躺在地而食),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀνάκειμαι)=橫臥)組成,而 (ἀνάκειμαι)又由(ἀνά)*=上)與(κεῖμαι)*=躺)組成
出現次數:總共(7);太(2);可(2);路(3)
譯字彙編
1) 同席的人(4) 太14:9; 可6:22; 路7:49; 路14:10;
2) 一同坐席(2) 太9:10; 可2:15;
3) 同席的(1) 路14:15

Lexicon Thucydideum

constare, compositum esse, to be settled, agreed upon, 1.22.4, 6.36.2, 8.43.3, 8.52.1,
convenire, to come together, agree, 4.23.1, 4.68.5, 4.111.1, 8.94.2,
pactum et compositum, agreement and settlement, 3.70.2, 4.68.5, 5.25.2, 5.47.8, 5.47.12, 8.58.5.