ἄμωτον: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(3)
(1)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄμωτον]], το (Α)<br />[[καρπός]] της καστανιάς, [[κάστανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=[[ἄμωτον]], το (Α)<br />[[καρπός]] της καστανιάς, [[κάστανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολ.].
}}
{{etym
|etymtx=Meaning: = <b class="b3">καστάνειον</b><br />See also: [[μότα]]
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 January 2019

German (Pape)

[Seite 147] τό, Kastanienbaum, Ath. II. 54 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμωτον: τό, = καστάνειον Ἀθήν. 54D.

Spanish (DGE)

-ου, τό
castaña Agelochus en Ath.54d.

• Etimología: Etim. desconocida.

Greek Monolingual

ἄμωτον, το (Α)
καρπός της καστανιάς, κάστανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ.].

Frisk Etymological English

Meaning: = καστάνειον
See also: μότα