μότα
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
τά, = Σαρδιαναὶ βάλανοι, Dsc.1.106 codd.; cf. ἄμωτον.
Greek Monolingual
μότα, τὰ (Α)
1. (κατά τον Διοσκ.) «σαρδιαναὶ βάλανοι»
2. πληθ. ουδ. του μοτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μοτός.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.pl.
Meaning: Σαρδιᾶναι βάλανοι Dsc. 1, 106
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 304 compares μόστηνα κάρυα (Ath. 2, 52b); further ἄμωτον = καστάνειον (Ageloch. ap. Ath. 2, 54d). So Fur. retains μο(σ)τ-, α-μωτ-, which seems Pre-Greek.