3,258,244
edits
(21) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοῦρμι''': τό, [[εἶδος]] ζύθου, ποτόν τι τῶν Αἰγυπτίων, «σκευαζόμενον ἐκ τῆς κριθῆς... σκευάζεται δὲ καὶ ἐκ πυρῶν τοιαῦτα πόματα, ὡς ἐν τῇ ἑσπέρᾳ Ἰβηρίᾳ καὶ Βρεττανίᾳ» Διοσκ. 2. 110, Πλίν. | |lstext='''κοῦρμι''': τό, [[εἶδος]] ζύθου, ποτόν τι τῶν Αἰγυπτίων, «σκευαζόμενον ἐκ τῆς κριθῆς... σκευάζεται δὲ καὶ ἐκ πυρῶν τοιαῦτα πόματα, ὡς ἐν τῇ ἑσπέρᾳ Ἰβηρίᾳ καὶ Βρεττανίᾳ» Διοσκ. 2. 110, Πλίν.· [[ὡσαύτως]] [[κόρμα]], Ἀθήν. 152C· ― πρβλ. [[ζῦθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κοῡρμι, τὸ (Α)<br />[[είδος]] ποτού, ζύθου που παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο από [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κόρμα]]]. | |mltxt=κοῡρμι, τὸ (Α)<br />[[είδος]] ποτού, ζύθου που παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο από [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κόρμα]]]. | ||
}} | }} |