3,258,246
edits
(6_21) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοῦρμι''': τό, [[εἶδος]] ζύθου, ποτόν τι τῶν Αἰγυπτίων, «σκευαζόμενον ἐκ τῆς κριθῆς... σκευάζεται δὲ καὶ ἐκ πυρῶν τοιαῦτα πόματα, ὡς ἐν τῇ ἑσπέρᾳ Ἰβηρίᾳ καὶ Βρεττανίᾳ» Διοσκ. 2. 110, Πλίν.˙ [[ὡσαύτως]] [[κόρμα]], Ἀθήν. 152C˙ ― πρβλ. [[ζῦθος]]. | |lstext='''κοῦρμι''': τό, [[εἶδος]] ζύθου, ποτόν τι τῶν Αἰγυπτίων, «σκευαζόμενον ἐκ τῆς κριθῆς... σκευάζεται δὲ καὶ ἐκ πυρῶν τοιαῦτα πόματα, ὡς ἐν τῇ ἑσπέρᾳ Ἰβηρίᾳ καὶ Βρεττανίᾳ» Διοσκ. 2. 110, Πλίν.˙ [[ὡσαύτως]] [[κόρμα]], Ἀθήν. 152C˙ ― πρβλ. [[ζῦθος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=κοῡρμι, τὸ (Α)<br />[[είδος]] ποτού, ζύθου που παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο από [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κόρμα]]]. | |||
}} | }} |