κοῦρμι
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
τό, kind of beer made from barley, Dsc.2.88; cf. κόρμα.
Greek (Liddell-Scott)
κοῦρμι: τό, εἶδος ζύθου, ποτόν τι τῶν Αἰγυπτίων, «σκευαζόμενον ἐκ τῆς κριθῆς... σκευάζεται δὲ καὶ ἐκ πυρῶν τοιαῦτα πόματα, ὡς ἐν τῇ ἑσπέρᾳ Ἰβηρίᾳ καὶ Βρεττανίᾳ» Διοσκ. 2. 110, Πλίν.· ὡσαύτως κόρμα, Ἀθήν. 152C· ― πρβλ. ζῦθος.
Greek Monolingual
κοῦρμι, τὸ (Α)
είδος ποτού, ζύθου που παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο από κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κόρμα].
German (Pape)
τό, auch κόρμα, ein von Gerste bereiteter Trank, eine Art Bier, auch mit Honig vermischt, bei den Ägyptiern; auch aus Weizen bereitet, in Spanien und in Britannien, Diosc.; vgl. Plin. H.N. 22.25.