νωτίζω: Difference between revisions

No change in size ,  6 January 2019
m
Text replacement - "˙" to "·"
(3b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νωτίζω''': ([[νῶτον]]) Τραγ. [[ῥῆμα]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ., πλὴν ἐν τῷ συνθέτῳ ἀπο-˙ [[στρέφω]] τὰ νῶτα, Λατ. lerga dare, οἱ δὲ… πρὸς φυγὴν ἐνώτισαν, ἔστρεψαν τὰ νῶτα καὶ ἔφυγον, Εὐρ. Ἀνδρ. 1141˙ [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., παλίσσυτον [[δράμημα]] νωτίσαι, παλινδρομῆσαι (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Τ. 193. ΙΙ. [[καλύπτω]] τὰ νῶτά τινος, τινὰ Εὐρ. Φοίν. 654, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 362, καὶ ἴδε [[νώτισμα]]˙ [[ὡσαύτως]], πόντον [[ὥστε]] νωτίσαι, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ περάσῃ [[ὑπὲρ]] τὰ νῶτα τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 286 ἴδε [[νῶτον]] ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νωτίζειν˙ διώκειν, τρέπειν».
|lstext='''νωτίζω''': ([[νῶτον]]) Τραγ. [[ῥῆμα]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ., πλὴν ἐν τῷ συνθέτῳ ἀπο-· [[στρέφω]] τὰ νῶτα, Λατ. lerga dare, οἱ δὲ… πρὸς φυγὴν ἐνώτισαν, ἔστρεψαν τὰ νῶτα καὶ ἔφυγον, Εὐρ. Ἀνδρ. 1141· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., παλίσσυτον [[δράμημα]] νωτίσαι, παλινδρομῆσαι (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Τ. 193. ΙΙ. [[καλύπτω]] τὰ νῶτά τινος, τινὰ Εὐρ. Φοίν. 654, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 362, καὶ ἴδε [[νώτισμα]]· [[ὡσαύτως]], πόντον [[ὥστε]] νωτίσαι, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ περάσῃ [[ὑπὲρ]] τὰ νῶτα τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 286 ἴδε [[νῶτον]] ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νωτίζειν· διώκειν, τρέπειν».
}}
}}
{{bailly
{{bailly