3,277,179
edits
(3b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νωτίζω''': ([[νῶτον]]) Τραγ. [[ῥῆμα]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ., πλὴν ἐν τῷ συνθέτῳ ἀπο- | |lstext='''νωτίζω''': ([[νῶτον]]) Τραγ. [[ῥῆμα]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ., πλὴν ἐν τῷ συνθέτῳ ἀπο-· [[στρέφω]] τὰ νῶτα, Λατ. lerga dare, οἱ δὲ… πρὸς φυγὴν ἐνώτισαν, ἔστρεψαν τὰ νῶτα καὶ ἔφυγον, Εὐρ. Ἀνδρ. 1141· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., παλίσσυτον [[δράμημα]] νωτίσαι, παλινδρομῆσαι (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Τ. 193. ΙΙ. [[καλύπτω]] τὰ νῶτά τινος, τινὰ Εὐρ. Φοίν. 654, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 362, καὶ ἴδε [[νώτισμα]]· [[ὡσαύτως]], πόντον [[ὥστε]] νωτίσαι, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ περάσῃ [[ὑπὲρ]] τὰ νῶτα τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 286 ἴδε [[νῶτον]] ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νωτίζειν· διώκειν, τρέπειν». | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |