νωτίζω
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
only in aor. exc. in compd. ἀπονωτίζω,
A turn one's back, οἱ δὲ… πρὸς φυγὴν ἐνώτισαν turned their backs and fled, E.Andr.1141: c. acc. cogn., παλίσσυτον δράμημα νωτίσαι S.OT193: abs., νωτίσας θυέτω IPE2.342 (Phanagoria).
II cover the back of, βρέφος E. Ph.654 (lyr.).
III skim the surface of, πόντον νωτίσαι A.Ag. 286.
IV Med., νωτίσασθαι carry on the back, Hsch.
German (Pape)
[Seite 273] 1) den Rücken wenden, machen, daß Einer den Rücken zukehrt, d. i. in die Flucht schlagen, VLL.; u. sc. ἑαυτόν, den Rücken wenden, fliehen, πρὸς φυγὴν ἐνώτισαν, Eur. Andr. 1142; vgl. Soph. O. R. 193, Ἀρεα παλίσσυτον δράμημα νωτίσαι πάτρας ἄπουρον, d. i. Ares flieht, er wendet rückwärts den Lauf. – 2) den Rücken bedecken; ὥςτε πόντον νωτίσαι, so daß die Flamme den Rücken des Meeres bedeckt, über den Rücken des Meeres hinleuchtet, Aesch. Ag. 277; ὃν ἔρνεσι κατασκίοισιν ἐνώτισε, Eur. Phoen. 657.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. ἐνώτισα;
1 tourner en arrière (propr. de manière à montrer le dos) : δράμημα SOPH rebrousser chemin en courant, s'enfuir ; intr. s'enfuir;
2 fig. aller sur le dos de, acc. ;
3 couvrir le dos ; couvrir, revêtir.
Étymologie: νῶτος.
Russian (Dvoretsky)
νωτίζω: (только aor.)
1 обращать тыл: πρὸς φυγὴν νωτίσαι Eur. обратиться в бегство;
2 покрывать, осенять (τινὰ ἔρνεσι κατασκίοισιν, sc. κισσοῦ Eur.): πόντον νωτίσαι Aesch. простереться по морю.
Greek (Liddell-Scott)
νωτίζω: (νῶτον) Τραγ. ῥῆμα, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ., πλὴν ἐν τῷ συνθέτῳ ἀπο-· στρέφω τὰ νῶτα, Λατ. lerga dare, οἱ δὲ… πρὸς φυγὴν ἐνώτισαν, ἔστρεψαν τὰ νῶτα καὶ ἔφυγον, Εὐρ. Ἀνδρ. 1141· μετὰ συστοίχου αἰτ., παλίσσυτον δράμημα νωτίσαι, παλινδρομῆσαι (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Τ. 193. ΙΙ. καλύπτω τὰ νῶτά τινος, τινὰ Εὐρ. Φοίν. 654, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 362, καὶ ἴδε νώτισμα· ὡσαύτως, πόντον ὥστε νωτίσαι, οὕτως ὥστε νὰ περάσῃ ὑπὲρ τὰ νῶτα τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 286 ἴδε νῶτον ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νωτίζειν· διώκειν, τρέπειν».
Greek Monolingual
νωτίζω (Α) νώτον
1. στρέφω τα νώτα, τρέπομαι σε φυγή
2. καλύπτω τα νώτα κάποιου («κισσὸς ὅν περιστεφὴς ἑλικτὸς εὐθὺς ἔτι βρέφος χλοηφόροισιν ἔρνεσιν κατασκίοισιν ὀλβίσας ἐνώτισεν», Ευρ.)
3. αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια κάποιου
4. (κατά τον Ησύχ.) «νωτίσασθαι
ἀναθέσθαι ἐπὶ τῶν ὤμων».
Greek Monotonic
νωτίζω: (νῶτον)·
I. μόνο στον αόρ. αʹ ἐνώτισα, γυρίζω την πλάτη μου, Λατ. terga dare, σε Ευρ.· με σύστ. αντ., παλίσσυτον δράμημα νωτίσαι = παλινδρομῆσαι, κάνω μεταβολή και στρέφομαι προς τα πίσω, σε Σοφ.
II. καλύπτω τα μετόπισθεν, τα νώτα κάποιου· τινά, σε Ευρ.· πόντον νωτίσαι, περνώ ξυστά πάνω από τη θάλασσα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
νῶτον only in aor. 1]
I. to turn one's back, Lat. terga dare, Eur.; c. acc. cogn., παλίσσυτον δράμημα νωτίσαι to turn about in backward course, Soph.
II. to cover the back of, τινά Eur.; πόντον νωτίσαι to skim the sea, Aesch.