εξάς: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(12) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἑξάς]], η (Α) [[έξ]]<br /><b>βλ.</b> [[εξάδα]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἑξάς]], η (Α) [[έξ]]<br /><b>βλ.</b> [[εξάδα]].<br /><b>(II)</b><br />ο (Α ἑξᾱς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ναυτ.-αστρον.) γωνιομετρικό όργανο που προσδιορίζει με αστρονομικές παρατηρήσεις τις γεωγραφικές συντεταγμένες της θέσης που βρίσκεται ένα [[σκάφος]] [[κατά]] τον πλου ή μετρά τα ύψη τών αστέρων από [[αεροσκάφος]], [[διαστημόπλοιο]] ή [[κατάστρωμα]] πλοίου, [[παρά]] την [[έλλειψη]] σταθερότητας του παρατηρητή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το ρωμαϊκό [[νόμισμα]] sextans, ίσο με δύο ουγγιές<br /><b>2.</b> [[νόμισμα]] του Τάραντα της Σικελίας, ίσο με 6<sup>2</sup>/<sub>3</sub> δραχμές χαλκού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i>. Απόδοση ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>sextans</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
ἑξάς, η (Α) έξ
βλ. εξάδα.
(II)
ο (Α ἑξᾱς)
νεοελλ.
(ναυτ.-αστρον.) γωνιομετρικό όργανο που προσδιορίζει με αστρονομικές παρατηρήσεις τις γεωγραφικές συντεταγμένες της θέσης που βρίσκεται ένα σκάφος κατά τον πλου ή μετρά τα ύψη τών αστέρων από αεροσκάφος, διαστημόπλοιο ή κατάστρωμα πλοίου, παρά την έλλειψη σταθερότητας του παρατηρητή
αρχ.
1. το ρωμαϊκό νόμισμα sextans, ίσο με δύο ουγγιές
2. νόμισμα του Τάραντα της Σικελίας, ίσο με 62/3 δραχμές χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. λατ. sextans)].