ολοκαυτώ: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(28)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁλοκαυτῶ και ὁλοκαυστῶ, -έω (Α) [[ολόκαυτος]]<br />[[προσφέρω]] έμπυρη [[θυσία]] από ολομελή θύματα («ἐθύετο καὶ ὡλοκαύτει χοίρους τῷ πατρίῳ νόμῳ», <b>Ξεν.</b>).———————— <b>(II)</b><br />ὁλοκαυτῶ, -όω (ΑΜ) [[ολόκαυτος]]<br />[[προσφέρω]] έμπυρη [[θυσία]] από ολομελή θύματα.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁλοκαυτῶ και ὁλοκαυστῶ, -έω (Α) [[ολόκαυτος]]<br />[[προσφέρω]] έμπυρη [[θυσία]] από ολομελή θύματα («ἐθύετο καὶ ὡλοκαύτει χοίρους τῷ πατρίῳ νόμῳ», <b>Ξεν.</b>).<br /> <b>(II)</b><br />ὁλοκαυτῶ, -όω (ΑΜ) [[ολόκαυτος]]<br />[[προσφέρω]] έμπυρη [[θυσία]] από ολομελή θύματα.
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ὁλοκαυτῶ και ὁλοκαυστῶ, -έω (Α) ολόκαυτος
προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα («ἐθύετο καὶ ὡλοκαύτει χοίρους τῷ πατρίῳ νόμῳ», Ξεν.).
(II)
ὁλοκαυτῶ, -όω (ΑΜ) ολόκαυτος
προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα.