ολοκαυτώ

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

(I)
ὁλοκαυτῶ και ὁλοκαυστῶ, -έω (Α) ολόκαυτος
προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα («ἐθύετο καὶ ὡλοκαύτει χοίρους τῷ πατρίῳ νόμῳ», Ξεν.).
(II)
ὁλοκαυτῶ, -όω (ΑΜ) ολόκαυτος
προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα.