ολόστομος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(28)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>ζωολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] του οστράκου τών γαστερόποδων [[μαλακίων]] που έχει [[στόμιο]] [[χωρίς]] [[εντομή]].———————— <b>(II)</b><br />[[ὁλόστομος]], -ον (Α)<br />(για σιδερένιο [[δακτυλίδι]]) ο εξ ολοκλήρου στομωμένος, [[βαμμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>ζωολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] του οστράκου τών γαστερόποδων [[μαλακίων]] που έχει [[στόμιο]] [[χωρίς]] [[εντομή]].<br /> <b>(II)</b><br />[[ὁλόστομος]], -ον (Α)<br />(για σιδερένιο [[δακτυλίδι]]) ο εξ ολοκλήρου στομωμένος, [[βαμμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
ζωολ. χαρακτηρισμός του οστράκου τών γαστερόποδων μαλακίων που έχει στόμιο χωρίς εντομή.
(II)
ὁλόστομος, -ον (Α)
(για σιδερένιο δακτυλίδι) ο εξ ολοκλήρου στομωμένος, βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + στόμα.