πλασμός: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(32) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ [[πλάζω]]<br />(στα σχόλια Ιλ.) «πλάζειν τὸ στροφοδινεῑν καὶ οἱονεὶ σκοτίζειν καὶ πλασμὸς ἡ ἐξ ἀμφοῑν τῶν μερῶν ἐπεισβολὴ τοῡ κύματος». | |mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ [[πλάζω]]<br />(στα σχόλια Ιλ.) «πλάζειν τὸ στροφοδινεῑν καὶ οἱονεὶ σκοτίζειν καὶ πλασμὸς ἡ ἐξ ἀμφοῑν τῶν μερῶν ἐπεισβολὴ τοῡ κύματος».<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, Μ [[πλάσσω]]<br />η [[πλάση]], η [[κατασκευή]], το [[πλάσιμο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
πλασμός: ὁ, (πλάσσω) πλάσις, κατασκευή, Βελθ. κ. Χρυσ. στ. 292, ἔκδ. Μαυροφρύδου. ― Πρβλ. μεταπλασμός.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, ΜΑ πλάζω
(στα σχόλια Ιλ.) «πλάζειν τὸ στροφοδινεῑν καὶ οἱονεὶ σκοτίζειν καὶ πλασμὸς ἡ ἐξ ἀμφοῑν τῶν μερῶν ἐπεισβολὴ τοῡ κύματος».
(II)
ὁ, Μ πλάσσω
η πλάση, η κατασκευή, το πλάσιμο.