πλάση

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

η / πλάσις, -εως, ΝΜΑ πλάσσω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλάθω, σχηματισμός, διαμόρφωση, πλάσιμο
νεοελλ.
1. το σύνολο τών όντων που, κατά τη θρησκεία, δημιουργήθηκαν από τον θεό, η κτίση, το σύμπαν
2. στον πληθ. οι πλάσεις
(ποιητ.) τα πλάσματα του σύμπαντος
αρχ.
1. άσκηση, εκγύμναση της φωνής
2. (σχετικά με ρήτορες) σύνθεση, σύνταξη του λόγου
3. επινόηση, επίνοια.