πλάσιμο

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλάθω, η πλάση, η διαμόρφωση
2. (ιδίως για ψωμί ή για γλυκίσματα) ο τελικός σχηματισμός
3. (ειδικά) το άνοιγμα φύλλων πίτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλασ- του αορ. έ-πλασ-α του πλάθω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].