πλάσιμο

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλάθω, η πλάση, η διαμόρφωση
2. (ιδίως για ψωμί ή για γλυκίσματα) ο τελικός σχηματισμός
3. (ειδικά) το άνοιγμα φύλλων πίτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλασ- του αορ. έ-πλασ-α του πλάθω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].