ἀγρόνομος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(2)
(1a)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγρόνομος:''' ή [[ἀγρονόμος]], -ον, ([[νέμομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που διαμένει στους αγρούς, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· λέγεται για τοποθεσίες, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[άρχοντας]] των Αθηνών που επιβλέπει τα δημόσια κτήματα, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀγρόνομος:''' ή [[ἀγρονόμος]], -ον, ([[νέμομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που διαμένει στους αγρούς, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· λέγεται για τοποθεσίες, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[άρχοντας]] των Αθηνών που επιβλέπει τα δημόσια κτήματα, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νέμομαι]]<br /><b class="num">I.</b> [[haunting]] the [[country]], [[rural]], [[wild]], Od., Aesch.; of places, Soph.<br /><b class="num">II.</b> as Subst., [[overseer]] of [[public]] lands, a [[magistrate]] at [[Athens]], Plat.
}}
}}

Revision as of 12:25, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρόνομος: ἢ -νόμος, ον, (νέμομαι) ὁ ἐν ἀγροῖς διάγων, ἀγροτικός, ἄγριος, Νύμφαι, Ὀδ. Ζ. 106· θῆρες, Αἰσχύλ. Ἀγ. 142 (λυρ.): - ἐπὶ ἄσματος, ἀγρ. μοῦσα, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου agrestis musa, Ἀνθ. Π. 7. 196 (κῶδιξ Παλατ. ἀγρονόμαν). 2) ἐπὶ τόπων, πλάκες, αὐλαί, Σοφ. Ο. Τ. 1103, Ἀντ. 785 (ἀμφότερα λυρ.)· ὕλη, Ὀππ. Ἁλ. 1. 27. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀγρονόμος, ὁ, (νέμω) ἄρχων ἐν Ἀθήναις ἐπιβλέπων τὰς γαίας τοῦ δημοσίου, συχν. ἐν Πλάτ. Νόμ. ὡς π.χ. 760 Β· πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 6· ἴδε ἐν λ. ὑλωρός.

Spanish (DGE)

-ον
1 que proporciona pastos abundantes πλάκες S.OT 1102, αὐλαί S.Ant.786, ὕλη Opp.H.1.27.
2 que pasta en el campo ζῷα Hp.Vict.2.49.

Greek Monotonic

ἀγρόνομος: ή ἀγρονόμος, -ον, (νέμομαι),
I. αυτός που διαμένει στους αγρούς, αγροτικός, εξοχικός, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· λέγεται για τοποθεσίες, σε Σοφ.
II. ως ουσ., άρχοντας των Αθηνών που επιβλέπει τα δημόσια κτήματα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

νέμομαι
I. haunting the country, rural, wild, Od., Aesch.; of places, Soph.
II. as Subst., overseer of public lands, a magistrate at Athens, Plat.