τραχήλιος: Difference between revisions
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
(41) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων της τάξης τών ολοτρίχων. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων της τάξης τών ολοτρίχων.<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α [[τράχηλος]]<br />[[τραχηλιαίος]] («[[κόσμος]] [[τραχήλιος]]», Ανέκδοτα Βεκκήρου). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 10 January 2019
Greek Monolingual
(I)
ο, Ν
ζωολ. γένος βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων της τάξης τών ολοτρίχων.
(II)
ὁ, Α τράχηλος
τραχηλιαίος («κόσμος τραχήλιος», Ανέκδοτα Βεκκήρου).