τραχήλιος

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
ζωολ. γένος βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων της τάξης τών ολοτρίχων.
(II)
ὁ, Α τράχηλος
τραχηλιαίοςκόσμος τραχήλιος», Ανέκδοτα Βεκκήρου).