αποτελεσματικός: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(5)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀποτελεσματικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φέρνει ικανοποιητικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αποτελεσματική</i><br />η [[αστρολογία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[αποτελεσματικός]]<br />ο [[αστρολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραγωγικός]], [[τελεσφόρος]]<br /><b>2.</b> [[αστρολογικός]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που επιδρά σε κάποιον ή [[κάτι]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀποτελεσματικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φέρνει ικανοποιητικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αποτελεσματική</i><br />η [[αστρολογία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αποτελεσματικός]]<br />ο [[αστρολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραγωγικός]], [[τελεσφόρος]]<br /><b>2.</b> [[αστρολογικός]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που επιδρά σε κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποτελεσματικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που φέρνει ικανοποιητικό αποτέλεσμα
μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. η αποτελεσματική
η αστρολογία
2. το αρσ. ως ουσ. ο αποτελεσματικός
ο αστρολόγος
αρχ.
1. παραγωγικός, τελεσφόρος
2. αστρολογικός
3. αστρολ. αυτός που επιδρά σε κάποιον ή κάτι.