μελιγηθής: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
(24) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[μελιγηθής]] και δωρ. τ. [[μελιγαθής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ές (Α [[μελιγηθής]] και δωρ. τ. [[μελιγαθής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μελιγηθής]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] εντόμων της οικογένειας nitidulidae, που περιλαμβάνει είδη εντόμων μικρού ή πολύ μικρού μεγέθους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] και ευφραίνει σαν το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]] <span style="color: red;"><</span> <i>γηθῶ</i> «[[ευφραίνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλουτο</i>-<i>γηθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>γηθής</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ές (Α μελιγηθής και δωρ. τ. μελιγαθής, -ές)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μελιγηθής
ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας nitidulidae, που περιλαμβάνει είδη εντόμων μικρού ή πολύ μικρού μεγέθους
αρχ.
αυτός που είναι γλυκός και ευφραίνει σαν το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -γηθής (< γῆθος < γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. πλουτο-γηθής, πολυ-γηθής)].