καληνύχτα: Difference between revisions

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και καληνύκτα (Μ [[καληνύχτα]] και καληνύκτα)<br /><b>1.</b> επιφών. αποχαιρετισμού [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>η [[καληνύχτα]]<br />ο [[αποχαιρετισμός]] [[κατά]] τις βραδινές ώρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>καλή [[νύχτα]]].
|mltxt=και καληνύκτα (Μ [[καληνύχτα]] και καληνύκτα)<br /><b>1.</b> επιφών. αποχαιρετισμού [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> η [[καληνύχτα]]<br />ο [[αποχαιρετισμός]] [[κατά]] τις βραδινές ώρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>καλή [[νύχτα]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

και καληνύκτα (Μ καληνύχτα και καληνύκτα)
1. επιφών. αποχαιρετισμού κατά τη διάρκεια της νύχτας
2. ως ουσ. η καληνύχτα
ο αποχαιρετισμός κατά τις βραδινές ώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλή νύχτα].