καληνύχτα

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

και καληνύκτα (Μ καληνύχτα και καληνύκτα)
1. επιφών. αποχαιρετισμού κατά τη διάρκεια της νύχτας
2. ως ουσ. η καληνύχτα
ο αποχαιρετισμός κατά τις βραδινές ώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλή νύχτα].