κλιμακτήριος: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο θηλ. και -α [[κλιμακτήρ]]<br />(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>η [[κλιμακτήριος]] και <i>το κλιμακτήριο</i><br />η [[εποχή]] της εμμηνόπαυσης στις γυναίκες και, γενικά, η [[περίοδος]] της ζωής [[κατά]] την οποία επέρχεται βαθμιαία [[εξασθένηση]] και [[κατάπαυση]] τών γεννητικών λειτουργιών.
|mltxt=-ο θηλ. και -α [[κλιμακτήρ]]<br />(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η [[κλιμακτήριος]] και <i>το κλιμακτήριο</i><br />η [[εποχή]] της εμμηνόπαυσης στις γυναίκες και, γενικά, η [[περίοδος]] της ζωής [[κατά]] την οποία επέρχεται βαθμιαία [[εξασθένηση]] και [[κατάπαυση]] τών γεννητικών λειτουργιών.
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ο θηλ. και -α κλιμακτήρ
(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η κλιμακτήριος και το κλιμακτήριο
η εποχή της εμμηνόπαυσης στις γυναίκες και, γενικά, η περίοδος της ζωής κατά την οποία επέρχεται βαθμιαία εξασθένηση και κατάπαυση τών γεννητικών λειτουργιών.