ραμνώδης: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(36) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες, Ν<br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=-ες, Ν<br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[ραμνώδη]]<br /><b>βοτ.</b> [[τάξη]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] με 1.550 [[περίπου]] είδη τών τροπικών και εύκρατων περιοχών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>rhamnales</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥάμνος]])]. | ||
}} | }} |