κρόνιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρόνιος]], -ία, -ον (Α) [[Κρόνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με τον Κρόνο («ώ Κρόνιε παῑ 'Ρέας, [[ἕδος]] 'Ολύμπου νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παμπάλαιος]] («ὦ μὦρε σὺ καὶ κρόνιον ὄζων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τo Κρόνιον</i><br />α) (ενν. [[ὄρος]])<br />ο [[λόφος]] του Κρόνου στην [[Ολυμπία]] («παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον», <b>Πίνδ.</b>)<br />β) (ενν. [[τέμενος]]) [[ναός]] του Κρόνου<br />γ) [[είδος]] φυτού<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[Κρόνια]]<br />[[εορτή]] [[προς]] [[τιμή]] του Κρόνου που γινόταν [[κατά]] τον [[μήνα]] Εκατομβαιώνα («ὄντων [[Κρονίων]] καὶ διὰ ταῡτ' ἀφειμένης τῆς [[βουλῆς]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κρόνιον [[ὄμμα]]» — [[συμφορά]].
|mltxt=[[κρόνιος]], -ία, -ον (Α) [[Κρόνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με τον Κρόνο («ώ Κρόνιε παῑ 'Ρέας, [[ἕδος]] 'Ολύμπου νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παμπάλαιος]] («ὦ μὦρε σὺ καὶ κρόνιον ὄζων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τo Κρόνιον</i><br />α) (ενν. [[ὄρος]])<br />ο [[λόφος]] του Κρόνου στην [[Ολυμπία]] («παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον», <b>Πίνδ.</b>)<br />β) (ενν. [[τέμενος]]) [[ναός]] του Κρόνου<br />γ) [[είδος]] φυτού<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[Κρόνια]]<br />[[εορτή]] [[προς]] [[τιμή]] του Κρόνου που γινόταν [[κατά]] τον [[μήνα]] Εκατομβαιώνα («ὄντων [[Κρονίων]] καὶ διὰ ταῡτ' ἀφειμένης τῆς [[βουλῆς]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κρόνιον [[ὄμμα]]» — [[συμφορά]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

κρόνιος, -ία, -ον (Α) Κρόνος
1. αυτός που έχει σχέση με τον Κρόνο («ώ Κρόνιε παῑ 'Ρέας, ἕδος 'Ολύμπου νέμων», Πίνδ.)
2. μτφ. παμπάλαιος («ὦ μὦρε σὺ καὶ κρόνιον ὄζων», Αριστοφ.)
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τo Κρόνιον
α) (ενν. ὄρος)
ο λόφος του Κρόνου στην Ολυμπία («παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον», Πίνδ.)
β) (ενν. τέμενος) ναός του Κρόνου
γ) είδος φυτού
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Κρόνια
εορτή προς τιμή του Κρόνου που γινόταν κατά τον μήνα Εκατομβαιώνα («ὄντων Κρονίων καὶ διὰ ταῡτ' ἀφειμένης τῆς βουλῆς», Δημοσθ.)
5. φρ. «κρόνιον ὄμμα» — συμφορά.