κεφαλαίος: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α κεφαλαῑος, -αία, -ον) [[κεφαλή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[κεφαλαίο]]<br />καθένα από τα μεγάλα γράμματα της αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεφάλαιος]].
|mltxt=-α, -ο (Α κεφαλαῑος, -αία, -ον) [[κεφαλή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κεφαλαίο]]<br />καθένα από τα μεγάλα γράμματα της αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεφάλαιος]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κεφαλαῑος, -αία, -ον) κεφαλή
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κεφαλαίο
καθένα από τα μεγάλα γράμματα της αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων του λόγου
αρχ.
κεφάλαιος.