παρωδός: Difference between revisions
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(31) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παραβαίνει τους κανόνες του άσματος, που κάνει σκοτεινούς υπαινιγμούς («λόγους κοὐκέτι... παρῳδοῑς αἰνίγμασι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παραβαίνει τους κανόνες του άσματος, που κάνει σκοτεινούς υπαινιγμούς («λόγους κοὐκέτι... παρῳδοῑς αἰνίγμασι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[παρῳδός]]<br />α) ο [[ποιητής]] παρωδιών<br />β) [[εκείνος]] που απαγγέλλει παρωδίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>) (<b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-[[ωδός]])]. | ||
}} | }} |