παρῳδός
Middle Liddell
παρ-ῳδός, όν [ᾠδή]
singing indirectly, obscurely hinting, Eur.
German (Pape)
[Seite 529] neben, außer dem Gesange, was nicht dazu paßt, ἀνακαλύψω γὰρ λόγους κοὐκέτι παρῳδοῖς χρησόμεσθ' αἰνίγμασιν, Eur. I. A. 1147, od. worin man die Sache umschreibt. – Bes. ὁ παρ., ein Lied verändert singend, bes. ein Gedicht so nachahmend, daß man es ins Komische wendet, meist indem man der ernsten Form einen lächerlichen Inhalt unterlegt, parodirend.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui chante ou s'exprime en termes détournés, obscurs.
Étymologie: παρά, ᾠδή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρῳδός -όν [παρά, ᾠδή] allusief, vol toespelingen:. κοὐκέτι παρῳδοῖς χρησόμεθ’ αἰνίγμασιν en ik zal me niet langer bedienen van raadsels vol toespelingen Eur. IA 1147.
Russian (Dvoretsky)
παρῳδός: II ὁ автор пародий, парод Anth.
не относящийся к песне, т. е. посторонний, неуместный (αἰνίγματα Eur.).
Greek Monolingual
-όν, Α
1. αυτός που παραβαίνει τους κανόνες του άσματος, που κάνει σκοτεινούς υπαινιγμούς («λόγους κοὐκέτι... παρῳδοῖς αἰνίγμασι», Ευρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρῳδός
α) ο ποιητής παρωδιών
β) εκείνος που απαγγέλλει παρωδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ῳδός (< ᾠδή) (πρβλ. μονωδός)].
Greek Monotonic
παρῳδός: -όν (ᾠδή), αυτός που τραγουδά πλαγίως, δηλ. με ασαφείς υπαινιγμούς, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
παρῳδός: -όν, (ᾠδὴ) ὁ παρῳδῶν, ὑπαινιττόμενος, π. αἰνίγματα Εὐρ. Ι. Α. 1147. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ποιῶν παρῳδίας (ἴδε παρῳδία), ὡς οἱ ποιηταὶ Μάτρων καὶ Σώπατρος παρ’ Ἀθην.