νεφριακός: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(27)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεφριακός]], -ή, -όν (Μ)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[νεφριακός]]<br />αυτός που πάσχει από [[ασθένεια]] τών νεφρών, νεφροπαθής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιακός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μεσ</i>-[[ιακός]])].
|mltxt=[[νεφριακός]], -ή, -όν (Μ)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[νεφριακός]]<br />αυτός που πάσχει από [[ασθένεια]] τών νεφρών, νεφροπαθής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιακός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μεσ</i>-[[ιακός]])].
}}
}}

Revision as of 14:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

νεφριακός, -ή, -όν (Μ)
το αρσ. ως ουσ.νεφριακός
αυτός που πάσχει από ασθένεια τών νεφρών, νεφροπαθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + κατάλ. -ιακός (πρβλ. μεσ-ιακός)].