έγκοτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
(10)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔγκοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> οργισμένος, θυμωμένος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἔγκοτος]]<br />[[οργή]], [[μίσος]].
|mltxt=[[ἔγκοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> οργισμένος, θυμωμένος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἔγκοτος]]<br />[[οργή]], [[μίσος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

ἔγκοτος, -ον (Α)
1. οργισμένος, θυμωμένος
2. το αρσ. ως ουσ.ἔγκοτος
οργή, μίσος.