ἔγκοτος
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ἔγκοτον,
A bearing a grudge, spiteful, malignant, στύγος A.Ch.392 (lyr.); of the Erinyes, ib.924,1054; φθόνος AP7.40 (Diod.). Adv. ἐγκότως, ἔχειν Ph.2.520.
II Subst. ἔγκοτος, ὁ, grudge, ἔγκοτον ἔχειν τινί Hdt.3.59, 9.110; τινός for a thing, Id.8.29; διά τι Id.6.73, cf. 133; also ἔγκοτον, τό, D.H.9.7.
Spanish (DGE)
-ον
I 1rencoroso de pers. y abstr. στύγος A.Ch.392, κύνες dicho de las Erinis, A.Ch.924, 1054, φθόνος AP 7.40 (Diod.), cf. Ph.2.422, Pall.V.Chrys.20.517, dicho de la mirada, Adam.1.9, c. dat. ἦν ἅπασιν ἔ. διὰ φιλοπρωτείας ὑπερβολήν Zos.4.51.2, γυναιξὶν ἔ. γενομένη Sch.Luc.Am.2.
2 subst. τὸ ἔγκοτον = rencor, resentimiento τὸ ἔ. ἐπεσκίαζε disimulaba su rencor Ph.2.584, c. gen. de causa κατὰ τὸ ἔ. τῆς πρὸς τὸν ὕπατον τιμῆς por su resentimiento ante el honor que se concedería al cónsul D.H.9.7, ἐπὶ ἐγκότῳ τῆς σεμνῆς πολιτείας por rencor contra la forma de vida santa por parte de los enemigos de la Iglesia, Pall.H.Laus.proem.1.
•ἔ. ἔχειν guardar rencor οὐδὲν ἔ. ἔχουσαι ... αἱ διαλύσεις ἐπετελέσθησαν D.H.3.34, c. dat. de pers. ταῦτα δὲ ἐποίησαν ἔ. ἔχοντες Σαμίοισι Hdt.3.59, γυναικὶ αὐτῇ οὐκ εἶχε ἔ. Hdt.9.110, expresando además la causa c. διά y ac. σφι ἔ. διὰ τὸν προπηλακισμόν ἔχων rencor hacia ellos por el ultraje recibido Hdt.6.73, cf. 6.133, c. dat. de pers. y gen. de causa σφι ἀμφοτέρων ἔχοντες ἔ. teniendo resentimiento hacia ellos por ambos motivos Hdt.8.29.
II adv. ἐγκότως = con rencor ἐ. ἔχει está lleno de rencor Ph.1.551, cf. 2.520, 590, c. dat. πάσαις ... ἐ. διάκειται Sch.E.Hipp.4, c. πρός y ac. ἔχει ... πρὸς τοὺς ἐγχωρίους ἐ. Ph.2.575, ἐ. δὲ διακείμενοι πρὸς Θεμιστοκλέα dado que le guardaban rencor a Temístocles Sch.Ar.Eq.84b.
German (Pape)
[Seite 709] ingrimmig, hassend; στύγος Aesch. Ch. 387; μητρὸς κύνες, Erinnyen, 911. 1050; φθόνος Diod. 12 (VII, 40). Bei Her. subst., ἔγκοτον ἔχειν τινί, auf Jemand einen Haß, Groll haben, 3, 59 u. öfter; τινός, wegen einer Sache, 8, 29; κατὰ τὸ ἔγκοτόν τινος, aus Zorn über, Dion. Hal. 9, 7; οὐδὲν ἔγκοτον ἔχουσαι 3, 34. – Adv. ἐγκότως, ἔχειν, erzürnt sein, Philo.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui conserve du ressentiment.
Étymologie: ἐν, κότος.
2ου (ὁ) :
ressentiment profond.
Étymologie: ἐν, κότος.
Russian (Dvoretsky)
ἔγκοτος: II ὁ гнев (ἔγκοτον ἔχειν τινί τινος или διά τι Her.).
негодующий, рассерженный (μητρὸς κύνες = Ἐρινύες Aesch.; φθόνος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκοτος: -ον, ὁ ἔχων ἐν ἑαυτῷ κότον, ὀργήν, ἔχθραν, κακός, στύγος Αἰσχύλ. Χο. 392· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, αὐτόθι 924, 1054. ― Ἐπίρρ., ἐγκότως, ἐγκότως ἔχειν Φίλων 2. 520. ΙΙ. ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸ ἔγκοτος, ὁ, ὡς τὸ κότος, δηλ. ὡς οὐσιαστ., μνησικακία, ὀργή, μῖσος, ἔγκοτον ἔχειν τινί, ἔχειν μῖσος κατά τινος, 3. 59., 9. 110· τινὸς 8. 29· διά τι 6. 73, πρβλ. 133: ― οὕτως, ἔγκοτον, τό, Διον. Ἁλ. 9. 7.
Greek Monolingual
ἔγκοτος, -ον (Α)
1. οργισμένος, θυμωμένος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγκοτος
οργή, μίσος.
Greek Monotonic
ἔγκοτος: -ον, I. αυτός που έχει μέσα του οργή, έχθρα, κακία, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ., μνησικακία, οργή, μίσος, ἔγκοτον ἔχειν τινί, να τρέφεις μίσος εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἔγ-κοτος, ον
I. bearing a grudge, spiteful, malignant, Aesch.
II. as substantive, a grudge, ἔγκοτον ἔχειν τινί to bear a grudge against one, Hdt.