ιξευτής: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[ιξεύτρια]] (Α [[ἰξευτής]], δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. [[ἰξεύτρια]]) [[ιξεύω]]<br />αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με [[ιξόβεργα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ιξευτικός]] («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[ἰξεύτρια]]<br />α) επίθ. της Τύχης<br />β) [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[καρυοφυλλίδες]].
|mltxt=ο, θηλ. [[ιξεύτρια]] (Α [[ἰξευτής]], δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. [[ἰξεύτρια]]) [[ιξεύω]]<br />αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με [[ιξόβεργα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ιξευτικός]] («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[ἰξεύτρια]]<br />α) επίθ. της Τύχης<br />β) [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[καρυοφυλλίδες]].
}}
}}

Revision as of 14:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

ο, θηλ. ιξεύτριαἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) ιξεύω
αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα
αρχ.
1. ως επίθ. ιξευτικός («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις»)
2. το θηλ.ἰξεύτρια
α) επίθ. της Τύχης
β) γένος φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες.