κατώφλι: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(20) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κατώφλιο και κατώφιλιο, το (Μ κατώφλιον και κατώφλιν)<br />το ξύλινο ή λίθινο [[κομμάτι]] που συνδέει τις πλευρές θύρας ή παραθύρου στο [[κάτω]] [[μέρος]] τους (α. «και ήγγιζε το κατώφιλιο στο [[τέλος]] του δωματίου», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. | |mltxt=και κατώφλιο και κατώφιλιο, το (Μ κατώφλιον και κατώφλιν)<br />το ξύλινο ή λίθινο [[κομμάτι]] που συνδέει τις πλευρές θύρας ή παραθύρου στο [[κάτω]] [[μέρος]] τους (α. «και ήγγιζε το κατώφιλιο στο [[τέλος]] του δωματίου», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «τοῦ λουτροῡ τὸ κατώφλιν», Πρόδρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στάθμη]], όριο, κρίσιμο [[σημείο]] [[μετά]] από το οποίο αρχίζει ή εκδηλώνεται [[κάτι]] (α. «το [[κατώφλι]] τών γηρατειών» β. «κατώφλιο ακουστότητας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν έχει πατήσει το [[κατώφλι]] του σπιτιού μου» — δεν ήλθε [[ποτέ]] στο [[σπίτι]] μου<br />β) <b>(ψυχολ.)</b> «κατώφλιο συνειδήσεως» — ο [[ελάχιστος]] [[βαθμός]] έντασης εξωτερικού ερεθισμού ο [[οποίος]] απαιτείται για να γίνει [[αντιληπτός]] ως [[αίσθημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> [[φλιά]] «[[παραστάδα]] της πόρτας»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 15 February 2019
Greek Monolingual
και κατώφλιο και κατώφιλιο, το (Μ κατώφλιον και κατώφλιν)
το ξύλινο ή λίθινο κομμάτι που συνδέει τις πλευρές θύρας ή παραθύρου στο κάτω μέρος τους (α. «και ήγγιζε το κατώφιλιο στο τέλος του δωματίου», Ερωτόκρ.
β. «τοῦ λουτροῡ τὸ κατώφλιν», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. στάθμη, όριο, κρίσιμο σημείο μετά από το οποίο αρχίζει ή εκδηλώνεται κάτι (α. «το κατώφλι τών γηρατειών» β. «κατώφλιο ακουστότητας»)
2. φρ. α) «δεν έχει πατήσει το κατώφλι του σπιτιού μου» — δεν ήλθε ποτέ στο σπίτι μου
β) (ψυχολ.) «κατώφλιο συνειδήσεως» — ο ελάχιστος βαθμός έντασης εξωτερικού ερεθισμού ο οποίος απαιτείται για να γίνει αντιληπτός ως αίσθημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + φλιά «παραστάδα της πόρτας»].