κορίνθιος: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ια, -ιο, θηλ. και -ία (Α [[κορίνθιος]], -ία, -ον, θηλ. και κορινθιάς, -[[άδος]]) [[Κόρινθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο, στην Κορινθία ή στους Κορινθίους, [[κορινθιακός]] («κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο [[Κορίνθιος]], <i>η Κορίνθια</i> ή <i>η Κορινθία</i> ή <i>η Κορινθιάς</i><br />ο ή η [[κάτοικος]] της Κορίνθου ή αυτός που κατάγεται από την Κόρινθο (α. «η [[προς]] Κορινθίους [[επιστολή]]» β. «οὐ Κορινθίων | |mltxt=-ια, -ιο, θηλ. και -ία (Α [[κορίνθιος]], -ία, -ον, θηλ. και κορινθιάς, -[[άδος]]) [[Κόρινθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο, στην Κορινθία ή στους Κορινθίους, [[κορινθιακός]] («κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο [[Κορίνθιος]], <i>η Κορίνθια</i> ή <i>η Κορινθία</i> ή <i>η Κορινθιάς</i><br />ο ή η [[κάτοικος]] της Κορίνθου ή αυτός που κατάγεται από την Κόρινθο (α. «η [[προς]] Κορινθίους [[επιστολή]]» β. «οὐ Κορινθίων τοῦ δημοσίου ἐστὶν ὁ [[θησαυρός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Κορινθία</i><br />ο [[νομός]] της Πελοποννήσου που κατέχει το ΒΑ [[άκρο]] της (α. «η Κορινθία έχει [[μεγάλη]] [[παραγωγή]] σταφίδας» β. «ἔξω τῆς Κορινθίας ἀπεχώρησαν», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κορινθίως</i> (Α)<br />[[κατά]] κορινθιακό τρόπο, [[κατά]] τον τρόπο τών Κορινθίων («οἶκον ἐστεγασμένον κορινθίως», <b>Ιώσ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:35, 15 February 2019
Greek Monolingual
-ια, -ιο, θηλ. και -ία (Α κορίνθιος, -ία, -ον, θηλ. και κορινθιάς, -άδος) Κόρινθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο, στην Κορινθία ή στους Κορινθίους, κορινθιακός («κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν», Ευρ.)
2. (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο Κορίνθιος, η Κορίνθια ή η Κορινθία ή η Κορινθιάς
ο ή η κάτοικος της Κορίνθου ή αυτός που κατάγεται από την Κόρινθο (α. «η προς Κορινθίους επιστολή» β. «οὐ Κορινθίων τοῦ δημοσίου ἐστὶν ὁ θησαυρός», Ηρόδ.)
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Κορινθία
ο νομός της Πελοποννήσου που κατέχει το ΒΑ άκρο της (α. «η Κορινθία έχει μεγάλη παραγωγή σταφίδας» β. «ἔξω τῆς Κορινθίας ἀπεχώρησαν», Ξεν.).
επίρρ...
κορινθίως (Α)
κατά κορινθιακό τρόπο, κατά τον τρόπο τών Κορινθίων («οἶκον ἐστεγασμένον κορινθίως», Ιώσ.).