Κορίνθιος

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κορίνθιος Medium diacritics: Κορίνθιος Low diacritics: Κορίνθιος Capitals: ΚΟΡΙΝΘΙΟΣ
Transliteration A: Korínthios Transliteration B: Korinthios Transliteration C: Korinthios Beta Code: *kori/nqios

English (LSJ)

α, ον, Corinthian, Hdt., etc.; Κορινθία κόρη = courtesan, Pl.R. 404d; ἑταῖραι Κορίνθιαι Ar.Pl.149; οἶνος Κορίνθιος Alex.290; Κορίνθιοι κάδοι Diph.61.3. Adv. Κορινθίως = in Corinthian fashion, οἶκος Κορινθίως ἐστεγασμένος J.AJ8.5.2:—fem. Κορινθιάς, Κορινθιάδος, ἡ, St.Byz.:—also Κορινθιακός, Κορινθιακή, Κορινθιακόν, X.HG6.2.9; Κορινθιακαί γλυφαί Ph.1.666: Κορινθικός, AP6.40 (Maced.).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Corinthe, Corinthien ; ἡ Κορινθία (γῆ) le territoire de Corinthe ; οἱ Κορίνθιοι les Corinthiens.
Étymologie: Κόρινθος.

Russian (Dvoretsky)

Κορίνθιος: II
1 коринфянин Her. etc.;
2 шутл. (по созвучию с κόρις) клоп (δάκνουσί με οἱ Κορίνθιοι Arph.).
коринфский Her., Soph. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Κορίνθιος: -α, -ον, ἐκ Κορίνθου, Ἡρόδ., κτλ.· Κορίνθιαι ἑταῖραι Ἀριστοφ. Πλ. 149· καὶ οὕτω, Κορινθία κόρη, πόρνη, Πλάτ. Πολ. 404D· τὴν ἐκ Κορίνθου Λαΐδα οἶσθα; Ἀναξανδρίδ. ἐν «Γεροντομανίᾳ» 1, πρβλ. Ἔριφον ἐν «Πελταστῇ» 1, καὶ ἴδε ἱερόδουλος· ― ὁ Κορινθιακὸς οἶνος ἀναφέρεται ὡς αὐστηρὸς παρὰ τῷ Ἀλέξ. ἐν Ἀδήλ. 23, πρβλ. Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 2, 3· ― Ἐπίρρ. -ίως, κατὰ Κορινθιακὸν τρόπον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 8. 5, 2· ― θηλ. Κορινθιάς, άδος, ἡ, Στέφ. Βυζ.· ― ὡσαύτως Κορινθιακός, ή, όν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 9· Κορινθικός, Ἀνθ. Π. 6. 40.

English (Slater)

Κορίνθιος
1 Corinthian Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη i. e. at Isthmian Games (N. 2.20) Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις at Isthmian Games (N. 4.88)

English (Strong)

from Κόρινθος; a Corinthian, i.e. inhabitant of Corinth: Corinthian.

English (Thayer)

Κορινθίου, ὁ, a Corinthian, an inhabitant of Corinth: Herodotus, Xenophon, others.))

Greek Monotonic

Κορίνθιος: -α, -ον, Κορίνθιος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, Κορινθιακός, , -όν, σε Ξεν.· Κορινθικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

Κορίνθιος, η, ον
Corinthian, Hdt., etc.:—also Κορινθιακός, ή, όν, Xen.; Κορινθικός, Anth.

Chinese

原文音譯:Kor⋯nqioj 可林提哦士
詞類次數:專有名詞(2)
原文字根:哥林多人
字義溯源:哥林多人;源自(Κόρινθος)*=哥林多,意為裝飾品,飽足)
出現次數:總共(2);徒(1);林後(1)
譯字彙編
1) 哥林多人哪(1) 林後6:11;
2) 哥林多人(1) 徒18:8

Translations

Catalan: corinti; Czech: Korinťan, korintský; Danish: korinter, korintisk; Finnish: korinttilainen; French: Corinthien, Corinthienne; Greek: κορινθιακός, Κορίνθιος, Κορίνθια; Hungarian: korinthoszi; Irish: Corantach; Polish: koryncki, koryntyjski, koryntianin, koryntczyk, koryntyjczyk, koryntianka; Romanian: corintian, corintic; Spanish: corintio; Swedish: korintisk