λαοκρατούμαι: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(22)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λαοκρατοῡμαι, -έομαι (Α)<br />βρίσκομαι υπό δημοκρατικό [[καθεστώς]], [[δημοκρατούμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κρατοῦμαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]])].
|mltxt=λαοκρατοῦμαι, -έομαι (Α)<br />βρίσκομαι υπό δημοκρατικό [[καθεστώς]], [[δημοκρατούμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κρατοῦμαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 15 February 2019

Greek Monolingual

λαοκρατοῦμαι, -έομαι (Α)
βρίσκομαι υπό δημοκρατικό καθεστώς, δημοκρατούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + κρατοῦμαι (< κράτος)].